“…Τότε ήμουν στη Θεσσαλονίκη, με την πρώτη κυβέρνηση του Οκτώβρη του 1944. Μετά το Δεκέμβρη αρχισαν οι πρώτες συλλήψεις των αριστερών, των κομμουνιστών, που τους πιάναν και τους κλείναν στο Γεντί Κουλέ. Εγώ τότε είχα ένα φίλο με τον οποίο συνεργαζόμαστε στα διάφορα κουτουκάκια εκεί πέρα, ονόματι -καλή του ώρα κι αυτός πέθανε, Θεός σχωρέσ’ τον- Μίγκο. Τον Χρήστο τον Μίγκο. Αυτός καθόταν στην Ακρόπολη επάνω, κάτω από το Επταπύργιο -το Γεντί Κουλέ. Και μ’ έπαιρνε ταχτικά να πάμε να πιούμε κανένα ουζάκι στη γριά, έτσι την έλεγε τη μάνα του. Πίναμε τα ουζάκια, τα λέγαμε. Διάφορα πράγματα για τη δουλειά από δώ, από κεί. Λοιπόν μια φορά έφυγα, θυμάμαι ήταν σούρουπο κι εκεί που φεύγαμε το βλέπω -δεν ξέρω έτσι κι άλλες φορές το ‘βλεπα. Εκείνη τη φορά μου ‘κανε εντύπωση πως ήταν σούρουπο, η βραδιά διαφορετική, ποιος ξέρει και βλέπω τη σιλουέτα του Επταπυργίου, των τειχών εκεί πέρα που ήταν οι φυλακές και μου ‘κανε εντύπωση. Κοίτα, τώρα λέω, εκεί μέσα πίσω απ’ τα τείχη αυτά είναι οι φυλακές. Και κει μαζεύουν αυτούς τους ανθρώπους, και τους κλείνουν φυλακή. Κι έτσι αυτή η εικόνα μου ‘δωσε την έμπνευση να γράψω το τραγούδι αυτό. Το ‘γραψα τότε στις αρχές του ’45. Μετά τα Δεκεμβριανά, τότε που πιάναν τους αριστερούς θυμάμαι. (…) Έτσι έκατσα κι έγραψα το τραγούδι αυτό. Αλλά δεν το είχα γράψει όπως είναι στο δίσκο. Ήταν:
Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ,
Κι όμως ένα παλληκάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί.
Άραγε τι περιμένει όλη νύχτα ως το πρωί
Στο στενό το παραθύρι, που φωτίζει το κελλί.
Όχι “που φωτίζει με κερί”. Αυτό δεν λέει τίποτα. Αλλά αναγκάστηκα για τη λογοκρισία να το βάλω έτσι.
Ο τρίτος στίχος είναι:
Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, μα διπλό είναι το κλειδί,
Τι έχει κάνει και το ρίξαν το παιδί στη φυλακή.
Και μετά τ’ άλλαξα τελείως, διότι το ‘χε κόψει η λογοκρισία και το ‘βαλα έτσι όπως είναι σήμερα…”
(Ο Απόστολος Καλδάρας στον Παναγιώτη Κουνάδη, “Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών”)
Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ,
Κι όμως ένα παλληκάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί.
Άραγε τι περιμένει όλη νύχτα ως το πρωί
Στο στενό το παραθύρι, που φωτίζει το κελλί.
Όχι “που φωτίζει με κερί”. Αυτό δεν λέει τίποτα. Αλλά αναγκάστηκα για τη λογοκρισία να το βάλω έτσι.
Ο τρίτος στίχος είναι:
Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, μα διπλό είναι το κλειδί,
Τι έχει κάνει και το ρίξαν το παιδί στη φυλακή.
Και μετά τ’ άλλαξα τελείως, διότι το ‘χε κόψει η λογοκρισία και το ‘βαλα έτσι όπως είναι σήμερα…”
(Ο Απόστολος Καλδάρας στον Παναγιώτη Κουνάδη, “Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών”)
Αναστενάζει ο Γεντί Κουλές (Σαράντη Κοτομάτη, με τους Ανθούλα Αλιφραγκή και Αντώνη Γουγούση)
Κι απόψε μελλοθάνατος (Θόδωρου Δερβενιώτη – Χρήστου Κολοκοτρώνη με τον Στέλιο Καζαντζίδη, 1955)
Απ’ έξω απ’ τις φυλακές (Στέλιου Χρυσίνη – Χρήστου Κολοκοτρώνη με τον Στέλιο Καζαντζίδη, 1954)
Μες στα μπουντρούμια (Μπάμπη Μπακάλη – Κώστα Βίρβου με τους Πάνο Γαβαλά – Μαίρη Τζανετ, 1954)
Η φυλακή κι η ξενητιά (Μανώλη Χιώτη, Χρήστου Κολοκοτρώνη με τους Ρένα Ντάλια – Γιάννη Τατασόπουλο,1954)
πηγη: Ιπποκαμπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου