Στις 10 Γενάρη του 1950 δολοφονείται στη Μακρόνησο, έπειτα από άγρια βασανιστήρια που κράτησαν 33 ολόκληρες μέρες, ο κομμουνιστής Δημήτρης Τατάκης, Γενικός Γραμματέας της Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων, της θρυλικής ΟΕΝΟ. Οι δήμιοί του έκαναν ό,τι μπορούσαν για να λυγίσουν τον Τατάκη, ώστε να αποτελέσει παράδειγμα για τους υπόλοιπους Μακρονησιώτες. Δεν τα κατάφεραν όμως. Όταν τον ρώτησαν γιατί δεν υπέγραφε την περιβόητη «δήλωση μετανοίας», ώστε να θέσει τέρμα στο μαρτύριό του, εκείνος απάντησε: «Το έκαμα για να αποδείξω πως όλα τα πλάνα της ανθρώπινης αντοχής, οι αγωνιστές τα ξεπερνάνε, όταν πιστεύουν και θέλουν. Δεν υπάρχουν άπαρτα φρούρια για τους κομμουνιστές!». Στα πλαίσια του διηγηματικού αφιερώματός του στα 60χρονα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε την Κυριακή 17/12/2006 το παρακάτω διήγημα για τον κομμουνιστή ήρωα:
Γ. Σ.: «Δημήτρης Τατάκης»
«Ω μητέρα μου εσύ σεβαστή, κι ω εσύ που με φως γεμίζεις αιθέρα το παν, ω, για δέστε με πόσο άδικα πάσχω!»
(Από τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου)
«Πέρσι τέτοια μέρα, 16 του Δεκέμβρη, πέθαινε στις φυλακές του Μακρονησιού ο Δημήτρης Τατάκης. Ετσι ξαφνικά ήρθε το μεγάλο κακό, δεν το περίμενε κανένας, δεν το πίστευε κανένας. Και πώς μπορούσε να πεθάνει ο Τατάκης; Ενάμιση χρόνο στεκόταν όρθιος, πάνω στο βράχο, ακίνητος, με το πρόσωπο αντίκρυ στην Ανατολή, με τη σκέψη και την καρδιά του δοσμένη σ' όλον τον κόσμο - και να τον δέρνει ο άνεμος και να τον μουσκέβει η βροχή, και να κρουσταλιάζει η παγωνιά το βασανισμένο κορμί του.
Ολοι τόνε ξέρανε πια στο νησί τον Δημήτρη Τατάκη. Κοντά του όμως λίγοι μπορούσαν να φτάσουν: Εκείνοι που είχαν τη δική του παλικαριά - ήταν μεγάλος ο δρόμος ίσαμε το βράχο... - κι εκείνοι που ερχόντουσαν να τον βασανίσουν. Οι άλλοι τόνε βλέπανε από μακριά, όρθιο πάντα, όλες τις ώρες.
- Ποιος είναι; ρωτούσαν.
- Ο Τατάκης.
Περνούσε η νύχτα μέσα στα βογγητά και το αίμα. Ο άνεμος ήταν άγριος. Η θάλασσα χτυπούσε δυνατά το νησί κι έφευγε σφυρίζοντας αναδιπλωμένη, στο σκοτάδι. Κάτι φωνές. Ποδοβολητά. Οι σκηνές των φυλακισμένων αγρυπνούσαν. Ψυχή δεν ξεμυτούσε. Ο θάνατος παραμόνευε. Πότε θα τελειώσει τούτη η νύχτα; Πριν χαράξει έπαυαν τα βογγητά, η θάλασσα ημέρευε, ο άνεμος έπεφτε - τραγουδούσε η σάλπιγγα εγερτήριο.
Εβγαιναν απ' τις σκηνές οι φυλακισμένοι. Ολοι κοιτούσαν προς τα κει. Στην "απομόνωση". Να, ένας ίσκιος - μόλις που τον αγγίζει ο Αυγερινός. Ορθιος πάλι. Δεν έπεσε. Στέκεται ακίνητος. Νίκησε. Αυτός μοναχός, μες στη νύχτα. Ο Τατάκης. Εφευγε ο χειμώνας, έφευγε το καλοκαίρι, ερχόταν δεύτερος χειμώνας, εκεί ο Τατάκης, εκεί κι ο βράχος.