Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Φεστιβάλ-Πιο υπέροχα δε γίνεται, πιο υπέροχα καίγεσαι...ή πιάνει βροχή

Πιο υπέροχα δε γίνεται, πιο υπέροχα καίγεσαι...ή πιάνει βροχή.
Πόσος κόσμος νά' τανε; Πόσες γροθιές υψωμένες, πόσα στόματα που φώναξαν, πόσες σκέψεις που ενώθηκαν χωρίς να το ξέρουν κι είπαν "ναι ρε γαμώ το...", πόσα ποτήρια, που τσούγκρισαν, πόσες δεκάδες χιλιάδες χαμόγελα;
Ο καιρός υπέροχος, το φεγγάρι γεμάτο.
Χιλιάδες μπαίνουν από όλες τις εισόδους, ακούω τα τελευταία λόγια του Χιόνη από τη μεριά της Χασιάς, ξεκινάει ο Γραμματέας! Στο έμπα κανενας δε ζητάει εισιτήρια, μόνο τα παιδιά της ΚΝΕ πουλάνε σ' όποιον θελει να ενισχύσει, μπαίνουν όλοι.


Γρήγορο βήμα να φτάσουμε στην Κεντρική να προλάβουμε την ομιλία.
Χαμός. Κοκκινίζει ο τόπος. Ακούνε προσεκτικά, σηκώνουν τα λάβαρα, φωνάζουν τα συνθήματα, αλλά ακούνε προσεκτικά και κουνάνε το κεφάλι.
Τελειώνει η ομιλία, ετοιμάζουν τα επόμενα. Μια βόλτα γύρω.
Πίσω απο την κεντρική σκηνή ο Θάνος Μικρούτσικος με νάρθηκα στο χέρι. Τενοντίτιδα..."Και το πιάνο"; "Παίζω με πολύ κόπο και πολύ πόνο" μου λέει. Δίπλα ο Μανώλης Μητσιάς, οι μουσικοί, ο Πασχαλίδης, ο Χρήστος ο Θηβαίος, ο Θύμιος ο Παπαδόπουλος με τα υπέροχα πνευστά του ανεβαίνει και υποκλίνεται, ο Γρυπαίος στο μπάσο ανεβαίνει και υποκλίνεται, "είμαι περήφανος για τους μουσικούς μου" λεει ο Μικρούτσικος, κι ύστερα δυό λόγια. Καταγγέλει τους δολοφόνους φασίστες της Χ.Α.,"σκότωσαν ένα συνάδελφό μου τον Παύλο Φύσσα" λέει, συγκίνηση...
Αρχίζει το αφιέρωμα στον Άλκη Αλκαίο.
"Κι εγώ που ξέχασα ποιος είμαι που πηγαίνω,
λαθρεπιβάτης σ’ ένα πλοίο παροπλισμένο.
Απόψε σ’ άκουσα να λες απ’ τα ηχεία,
για να χαράξεις μες στο πουθενά πορεία,
χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία."
Ξεκινάει ο Μητσιάς, δίπλα στη σκηνή κουβεντιάζουμε. Η πανύψηλη και πανέμορφη Ρίτα Αντωνοπούλου, μιλάμε για διάφορα, ωραία ατμόσφαιρα, βγαίνουμε ν'ακούσουμε λίγο τη συναυλία.
Μιλάμε με την Ελένη για την τέχνη, για το βήμα παραπάνω που πρέπει να κάνει, το κουράγιο που πρέπει να δώσει, το σπρώξιμο που περιμένει κι έχει ανάγκη ν'ακούσει ο λαός και δεν το ακούει.
Μια θάλασσα άνθρωποι ψιθυρίζουν τα τραγούδια...
"κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό
που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι..."

Φεγγάρι τελείως γεμάτο ανεβαίνει πάνω απ' το πάρκο, κόκκινο φεγγάρι.
Χιλιάδες περπατάνε, χιλιάδες στέκονται, διαβάζουν 2 παραγραφους από κάποιο βιβλίο στο βιβλιοπωλείο, ακούνε ένα τραγούδι, περπατάνε και πιάνουν την κουβέντα. Φυσάει κάτι υπέροχο γύρω, δεν ξέρω τι είναι. Περπατάνε και στέκονται, τραγουδάνε και σκέφτονται..."πως να' ναι στο σοσιαλισμό" , "γιατί δε νικήσαμε τότε ρε γαμώ το...", "γιατί να μην είναι έτσι όμορφος ο κόσμος..." Πίνουν μια γουλιά μπύρα, χαμογελάνε στο διπλανό, δε γνωρίζονται, αλλά ξέρουν ο ένας τον άλλο.
Στις παρέες χαμόγελα, όποιος βαδίζει μόνος όμως...
Άνθρωποι απ'όλες τις γειτονιές, απ' όλες τις ηλικίες, διαφορετικές συμπεριφορές, κουλτούρες, ντυσίματα, ίδιες έγνοιες, λένε γεια με το βλέμμα, δε γνωρίζονται αλλά ξέρουν καλά ο ένας τον άλλο.
Ομορφα κορίτσια κι αγόρια με σορτσάκια και βερμούδες, με σκουλαρίκια και περίεργα μαλλιά πειράζονται, ζευγαράκια σταματάνε στη μέση του μονοπατιού ανάμεσα στις χιλιάδες κόσμου, κάτω απ'το σκούρο ουρανό και φιλιούνται. Τρομερό γεμάτο φεγγάρι ανεβαίνει, κόκκινο φεγγάρι δικό μας...
Πιο υπέροχα δε γίνεται, πιο υπέροχα καίγεσαι ή ...πιάνει βροχή.

Βαδίζω για το μαθητικό στέκι, σταματάω για ένα γεια στο λοφάκι με το μικρό κάτι σα θεατράκι από τσιμέντο. Ολο το πολιτικό γραφείο είναι εκεί. Πιάνουμε την κουβέντα, γελάμε με το κάζο που έκανε στον Πορτοσάλτε ο Θανάσης ο Παφίλης! "Η πιο αιματηρή και βίαιη επανάσταση ήταν η αστική που έφερε τον καπιταλισμό, την καταδικάζετε;" Σιωπή ο Πορτοσάλτε...
Έρχεται ο Χιόνης στην παρέα, μιλάμε για τα παιδιά μας, λέμε για όλα. Παίζει κι ένα τρομερό τσίπουρο Λημνιό...
Τελειώνει το αφιέρωμα στον Αλκαίο. Ετοιμάζονται για τη Βιτάλη και τη φωνάρα της.
Βολτάρω γύρω, δε γίνεται πιο ωραία,"γιατί δε νικήσαμε τότε...", είναι και το Λημνιό το τσίπουρο που θέριζε αν δεν έβαζες κάτι στο στόμα. Λαός παντού, υπέροχο βράδι χωρίς βροχή σήμερα, γεμάτο φεγγάρι, κόκκινο δικό μας. Ψιθυρίζουν τα πρώτα τραγούδια της Βιτάλη. "Γειά σου ρε Ελένη, ωραία δεν είμαστε εδώ;","εγώ πάντα εδώ ήμουνα" μου είπε. Μακάρι να' ναι εδω πάντα, απλά με το λαό, αυτό είπαμε. Να κάνουμε λαϊκά τραγούδια, ένα καινούργιο "είμαι της γερακίνας γιός", ένα "μην απελπίζεσαι και δε θ'αργήσει" , ν'ακουμπήσει ο λαός.
Περπατάνε με μια μπύρα στο χέρι, φυσάει κάτι υπέροχο που δεν ξέρω τι είναι, δεν τους νοιάζει πως είναι ντυμένοι, καλοντυμένοι, κακοντυμένοι, εργάτες που δεν τους νοιάζουν αυτά, αυτούς πρέπει ν'αγαπήσουμε, αυτοί θ'αλλάξουν τον κόσμο.
Οι ανταύγειες των φώτων στη λίμνη, τα παιδιά που κοιμούνται στα καροτσάκια και τ'άλλα που ταΐζουν 12μιση η ώρα τη νύχτα τα πουλιά και χαλάνε τον κόσμο. Μια γυναίκα πάνω από πενήντα καθισμένη στο χώμα, ακουμπισμένη σ'ένα στύλο με τα μάτια κλειστά ακούει μουσικές που έρχονται από παντού. Ωραία...
Περνάω τη γέφυρα για το μαθητικό στέκι. Χαμός! Τα παιδιά μας... τα παιδιά μας, την επόμενη δε θα γίνει κανένα λάθος, δεν πρέπει να γίνει κανένα λάθος, τό' παμε όλοι. Παίζουν οι "Burger project", ωραίοι. Τέσσερα άτομα, λιτοί αλλά ωραίοι, γεμάτος ήχος, κι από κάτω τα παιδιά, οι μαθητές χορέυουν, τραγουδάνε, γελάνε. Φεύγω.
Υπέροχα, πιο υπέροχα δε γίνεται, καίγεσαι ή πιάνει βροχή...
Χάνω το δρόμο και βρίσκομαι στη λαική σκηνή. Χιλιάδες χορεύουν, τραγουδάνε λαικά και όμορφα.
Ανηφορίζω προς τα πίσω, χιλιάδες πάνε μαζί μου, χιλιάδες κατεβαίνουν προς τη λαική σκηνή για το γλέντι, διαφορετικοί, πολύχρωμοι και πανέμορφοι, λέμε γεια με το βλέμμα, δε γνωριζόμαστε αλλά ξέρουμε καλά ό ένας τον άλλο.
Το παραμίλημα της νύχτας, γεμάτο φεγγάρι κόκκινο δικό μας, οι ανταύγειες των φώτων στα νερά, τα τραγούδια που τώρα έρχονται από μακριά και σε σκουντάνε απαλά χωρίς συγνώμη, το παραμίλημα της σιωπής όπως στρίβεις το έρημο χωμάτινο δρομάκι, κάπου μετά τη μιάμιση τη νύχτα πηγαίνοντας προς την έξοδο.
Πιο υπέροχα δε γίνεται... δε βάζω ραδιόφωνο, ν' ακούω τα τραγούδια που απομακρύνονται.


πηγη: Γιωργος Σαρρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου