Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Ιδιωτικοποίηση εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας


Κατ' εξακολούθηση έγκλημα στο βωμό της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων



Με τη γνωστή συνταγή της «εξυγίανσης εν λειτουργία» και τα γνωστά επιχειρήματα περί ζημιογόνων κρατικών επιχειρήσεων και «τεμπέληδων δημόσιων υπαλλήλων», η δικομματική κυβέρνηση προχωρά, το αμέσως επόμενο διάστημα, στην προώθηση της ιδιωτικοποίησης των τριών μεγάλων βιομηχανιών που αποτελούν τον κορμό της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.

Μέσα στη βδομάδα αναμένεται το κυβερνητικό σχέδιο «αναδιάρθρωσης» για τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ) και για την Ελληνική Βιομηχανία Οχημάτων (ΕΒΟ), ενώ ο αντίστοιχος σχεδιασμός για την Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ) αναμένεται το επόμενο διάστημα.

Το κυβερνητικό σχέδιο προβλέπει κύμα απολύσεων, κλείσιμο μονάδων παραγωγής, πώληση ακίνητης περιουσίας των επιχειρήσεων και κατάλληλη αναδιαμόρφωσή τους ώστε να καταστούν κερδοφόρες για να προχωρήσει στη συνέχεια η ιδιωτικοποίησή τους. Το βασικό κυβερνητικό επιχείρημα μιλάει για ζημιογόνες επιχειρήσεις στις οποίες πρέπει επιτέλους να μπει τάξη. Ωστόσο, η σημερινή οικονομική κατάσταση των κρατικών επιχειρήσεων που παράγουν στρατιωτικό υλικό δεν έπεσε απ' τον ουρανό. Αντίθετα, είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα του ρόλου των εισαγωγών όπλων και οπλικών συστημάτων, των δεσμεύσεων της χώρας στα πλαίσια της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, της ανάγκης διασφάλισης της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων που δραστηριοποιούνται στην πώληση και εμπορία αμυντικού υλικού.


Ο ρόλος των εισαγωγών

Η πολιτική της χώρας στον τομέα της άμυνας και της πολεμικής βιομηχανίας υποτάσσεται στους σχεδιασμούς και στις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στο ΝΑΤΟ καθώς και τις ανάγκες του κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου, που δραστηριοποιείται σε αυτόν τον τομέα.

Η προσαρμογή και ο σχεδιασμός των Ενόπλων Δυνάμεων και της πολεμικής βιομηχανίας στις παραπάνω ανάγκες και κατευθύνσεις (π.χ., εξοπλισμοί με βάση τις ΝΑΤΟικές ανάγκες, συγκέντρωση της πολεμικής βιομηχανίας στην Ευρώπη σε Γερμανία - Γαλλία, Ενοπλες Δυνάμεις προσαρμοσμένες στο δόγμα των δυνάμεων άμεσης επέμβασης στο εσωτερικό της χώρας και σε βάρος άλλων χωρών κ.λπ.), πέραν των συνολικών επιπτώσεων στο σύνολο των πολεμικών βιομηχανιών και της ναυπηγικής βιομηχανίας, είχαν και έχουν σοβαρές επιπτώσεις.

Γενικά οι στρατιωτικές δαπάνες και το αμυντικό υλικό αξιοποιούνται ως εργαλείο προώθησης της κρατικής χρηματοδότησης των ομίλων.

Οι αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας ήταν όλη την προηγούμενη περίοδο εξαιρετικά υψηλές. Την περίοδο 1988 - 2011, οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες της Ελλάδας έφτασαν τα 211 δισ. δολάρια (2011) ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν πάνω από 3%. Την περίοδο 2002 - 2006, οι στρατιωτικές δαπάνες συνιστούσαν το 6,4% των συνολικών δημόσιων δαπανών, ποσοστό υπερδιπλάσιο από το μέσο όρο της ΕΕ.

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στην Ελλάδα ήταν η πολύ μικρή συμμετοχή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας στις στρατιωτικές δαπάνες όλο το προηγούμενο διάστημα.

Την ίδια στιγμή, όσον αφορά στις δαπάνες για εισαγωγές όπλων κατά την περίοδο 1974 - 2010, η Ελλάδα έκανε εισαγωγές όπλων αξίας 32 δισ. δολαρίων (σε σταθερές τιμές 1990), που σε σημερινές τιμές υπερβαίνουν τα 40 δισ. ευρώ.

Η Ελλάδα, από το 1974 και μετά, κατέχει σταθερά μια από τις 10 πρώτες θέσεις παγκόσμια στις εισαγωγές οπλικών συστημάτων, φθάνοντας ορισμένες χρονιές και στην πρώτη τριάδα. Ειδικά το διάστημα 2007 - 2010 (περιλαμβάνονται και τα έτη εκδήλωσης της κρίσης), κατέχει την 5η θέση στη λίστα των μεγαλύτερων εισαγωγέων όπλων ανάμεσα σε όλες τις χώρες του κόσμου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του SIPRI για την περίοδο 1974 - 2010, η Ελλάδα αγόρασε μόνο από τις ΗΠΑ όπλα αξίας 15.475 εκατ. δολαρίων και από τη Γερμανία όπλα αξίας 6.552 εκατ. δολαρίων (όλα σε σταθερές τιμές έτους 1990). Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα σταθερά μετά το 1974 εισάγει κατά μέσο όρο και σε ετήσια βάση το 3,74% των όπλων που εξάγουν παγκοσμίως οι ΗΠΑ.

Η μικρή συμμετοχή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας στις εξοπλιστικές δαπάνες δεν αποτελεί απόδειξη της έλλειψης δυνατοτήτων που διαθέτει η τελευταία.

Η ΕΑΒ έφτασε να παράγει το 29% της ατράκτου των αμερικανικών μαχητικών F16, αποτελώντας και τον μοναδικό υποκατασκευαστή της παγκοσμίως. Στην πραγματικότητα, η συγκεκριμένη εξέλιξη είναι χαρακτηριστική για τη συμμετοχή ορισμένων ελληνικών ομίλων ως υποκατασκευαστών αμυντικού υλικού. Αναλαμβάνουν την παραγωγή ορισμένων τμημάτων, χωρίς συνολική γνώση, δυνατότητα σχεδιασμού, ή αυτοτελούς παραγωγής αμυντικού υλικού. Ουσιαστικά εντάσσονται σε μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους παραγωγής αμυντικού υλικού, και η πορεία αλλά και οι απόψεις τους συνταυτίζονται με αυτές των μητρικών εταιρειών τους.

Η σημαντική εξάρτηση του αμυντικού εξοπλισμού απ' τις εισαγωγές είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τις γενικότερες κατευθύνσεις της άρχουσας τάξης στα πλαίσια των δεσμεύσεων ΕΕ και ΝΑΤΟ. Ο ελληνικός λαός χρυσοπληρώνει πανάκριβο αμυντικό υλικό, συχνά ακατάλληλο για τη γεωγραφία του ελλαδικού χώρου και τις σχετικές αμυντικές ανάγκες, με κριτήριο αγοράς του όχι τη θωράκιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του ελληνικού λαού, αλλά τις ανάγκες της αστικής τάξης στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών οργανισμών στους οποίους είναι ενταγμένη η χώρα, τις ανάγκες της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων κατασκευής του αμυντικού υλικού, των εισαγωγέων και μερικών ελληνικών επιχειρήσεων που δρουν ως υποκατασκευαστές αυτών των ομίλων.

Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι η δυνατότητα των μονοπωλιακών ομίλων που παράγουν τα εισαγόμενα οπλικά συστήματα, των ιμπεριαλιστικών κέντρων, του ΝΑΤΟ, να ελέγχουν την αξιοποίηση των οπλικών συστημάτων που έχουν αγοραστεί. Για παράδειγμα, η αντοχή σε ηλεκτρονικό πόλεμο του εξοπλισμού είναι ανύπαρκτη, όταν με τους κατάλληλους κωδικούς όλα τα εισαγόμενα συστήματα ενδέχεται να «τυφλωθούν».
Αποπροσανατολιστικές οι φωνές για «εντός των τειχών» λύσεις

Η συγκεκριμένη πορεία της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας δεν αποτελεί καινοφανή στροφή των κυβερνήσεων των μνημονίων, όπως καταγγέλλει, από όλες τις πλευρές, ο ΣΥΡΙΖΑ προτάσσοντας την ανατροπή της «μνημονιακής» κυβέρνησης ως ικανή και αναγκαία συνθήκη για μια φιλολαϊκή πολιτική στην αμυντική βιομηχανία. Η γραμμή αυτή είναι αποπροσανατολιστική, συνειδητή πολιτική απάτη.

Η προώθηση των αναδιαρθρώσεων και των ιδιωτικοποιήσεων της αμυντικής βιομηχανίας αποτελεί ανάγκη των μονοπωλιακών ομίλων και γενική γραμμή της ΕΕ. Στοχεύει στη δημιουργία νέων επενδυτικών πεδίων τοποθέτησης υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων των μονοπωλιακών ομίλων, και θα συνοδευτεί από επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων, κύματα απολύσεων, σημαντική αύξηση του κόστους των παρεχόμενων υπηρεσιών και υλικών προς το ελληνικό κράτος, που μετακυλίεται στις πλάτες των εργαζομένων.

Οι όμιλοι, εγχώριοι και ξένοι, παραγωγής και εμπορίας αμυντικού υλικού είδαν την κερδοφορία τους να εκτοξεύεται από τους πολεμικούς εξοπλισμούς όλων των προηγούμενων ετών. Η διαφθορά και οι μίζες των δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, για τις οποίες κατηγορούνται πολιτικά στελέχη, στηρίζουν την κερδοφορία εκατοντάδων εκατομμυρίων για τις επιχειρήσεις που λαδώνουν. Η κερδοφορία αυτή αποδεικνύει πως η πορεία της αμυντικής βιομηχανίας είχε και κερδισμένους. Πρόκειται για τους ίδιους ομίλους που σήμερα θα αναλάβουν τις επιχειρήσεις που ιδιωτικοποιούνται με στόχο την ακόμα μεγαλύτερη κερδοφορία τους.

Ταυτόχρονα, η κατεύθυνση και ο προσανατολισμός των αμυντικών εξοπλισμών καθορίζονται με βάση τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες στις οποίες ανήκει η χώρα, με βάση τις δεσμεύσεις της εγχώριας άρχουσας τάξης στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και των σχετικών επιθετικών σχεδιασμών που αναπτύσσουν. Αποτελεί συνειδητή πολιτική απάτη να κάνει κανείς λόγο για εγχώρια βιομηχανία αμυντικού υλικού που θα λειτουργεί με φιλολαϊκό προσανατολισμό, όσο τα οπλικά συστήματα που αγοράζουν οι Ενοπλες Δυνάμεις καθορίζονται με βάση τους ΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς και πρέπει να ικανοποιούν και τις σχετικές προδιαγραφές.Τέλος, η προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και στην αμυντική βιομηχανία αποτελεί γενική κατεύθυνση και της ΕΕ που πηγάζει απ' την ανάγκη διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλιακών ομίλων. Η πρωτοβουλία της Κομισιόν με τίτλο «Μια νέα συμφωνία για την Αμυντική Βιομηχανία», που «τρέχει» απ' τον περασμένο Ιούλη, αντανακλά τις ευρωενωσιακές κατευθύνσεις. Προωθείται δραστικός περιορισμός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 296 της συνθήκης της ΕΕ, που παρείχε καθεστώς μερικής κρατικής προστασίας της αμυντικής βιομηχανίας, και στη Σύνοδο Κορυφής στα τέλη του 2013 οι αλλαγές αυτές θα πάρουν επίσημο χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για κάτι διαφορετικό από περαιτέρω απελευθέρωση της κίνησης εμπορευμάτων και στον τομέα αυτό, κατεύθυνση φυσικά που επίσης δεν πέφτει απ' τον ουρανό αλλά είναι αναπόσπαστα δεμένη με τους πυλώνες ύπαρξης της ΕΕ. Στόχος των αλλαγών αυτών είναι η δημιουργία μεγάλων ανταγωνιστικών ευρωπαϊκών ομίλων αμυντικού υλικού, που προϋποθέτει τη συρρίκνωση και μετέπειτα εξαγορά της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.

Στη ρήξη με τα μονοπώλια και την εξουσία τους η διέξοδος
Τελικά, το πρόβλημα της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας δεν είναι τεχνικό. Σε πλήρη αντιδιαστολή με τον σημερινό ρόλο του υπεργολάβου, του υποκατασκευαστή μονοπωλιακών ομίλων, η εγχώρια αμυντική βιομηχανία διαθέτει σημαντικές παραγωγικές δυνατότητες που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν πολλαπλά. Από την αυτοτελή παραγωγή αμυντικού εξοπλισμού για τις μελλοντικές ανάγκες θωράκισης της λαϊκής εξουσίας μέχρι την παραγωγή μέσων για ειρηνικές χρήσεις (λ.χ., αεροσκαφών, πλοίων, βαρέων οχημάτων κ.λπ.).

Η φιλολαϊκή αξιοποίηση των εγχώριων παραγωγικών δυνατοτήτων, η κατοχύρωση και υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του λαού, η διασφάλιση της εδαφικής κυριαρχίας της χώρας προϋποθέτουν ένα ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, αποδέσμευση απ' την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας και εργατικό έλεγχο
.
Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια ο ενιαίος φορέας αμυντικής βιομηχανίας θα είναι σε θέση να σχεδιάζει και να παράγει τον κατάλληλο αμυντικό εξοπλισμό, σε θέση να συνάπτει αμοιβαία επωφελείς για τους λαούς διακρατικές συνεργασίες με άλλες χώρες, να βασίζεται στην επιστημονική και τεχνική έρευνα στα πανεπιστήμια και ερευνητικά ινστιτούτα. Ταυτόχρονα, στα πλαίσια αυτά, η παραγωγή σύγχρονου αμυντικού υλικού δεν βρίσκεται σε αντιπαράθεση με την παραγωγή εμπορευμάτων και μέσων παραγωγής για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, αντίθετα η εγχώρια αμυντική βιομηχανία θα βασίζεται στα τεχνικά, τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα της κοινωνικής παραγωγής συνολικά.
Ξεκινώντας από τις μελλοντικές ανάγκες της λαϊκής εξουσίας για θωράκισή της, που προϋποθέτει οπλικά συστήματα που να μπορούν να αντιπαρατεθούν σε πιθανές στρατιωτικές επεμβάσεις, οι εργαζόμενοι στις αμυντικές βιομηχανίες, το σύνολο της εργατικής τάξης οργανώνουμε την αντεπίθεσή μας. Με εφαλτήριο ένα ριζοσπαστικό πλαίσιο αιτημάτων που περιλαμβάνει την κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δραστηριότητας στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, την κατηγορηματική αντίσταση σε οποιαδήποτε σχεδιαζόμενη ιδιωτικοποίηση αμυντικών βιομηχανιών, την αναπροσαρμογή των σχεδιαζόμενων αμυντικών δαπανών με κατάργηση όλων των δαπανών και των αναδιαρθρώσεων που υπηρετούν τα σχέδια του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, την ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας με γνώμονα τη γεωγραφία του ελλαδικού χώρου και τις σχετικές αμυντικές ανάγκες, την προώθηση της επιστημονικής έρευνας και της συνεργασίας με πανεπιστήμια και σχετικά ινστιτούτα για το σχεδιασμό αμυντικού εξοπλισμού, κλαδικές ΣΣΕ που να καλύπτουν τις σύγχρονες ανάγκες, οργανώνουμε την αντεπίθεσή μας προς τον μονόδρομο ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών. Το δρόμο της αποδέσμευσης από ΕΕ και ΝΑΤΟ με εργατική - λαϊκή εξουσία.

πηγη: Ριζοσπαστης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου