του Νικου Μπογιοπουλου
Η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου προκρίθηκε στο παγκόσμιο κύπελλο της Βραζιλίας. «Ας κρατήσουν οι χοροί», λοιπόν!
Κατά τη διάρκεια των χορών, πάντως, χρήσιμο είναι να διακρίνουμε πότε εκείνα τα περί «ελληνικής ψυχής» είναι συγγνωστά, καθώς αποτυπώνουν τον οίστρο μιας χαράς ανόθευτης από ιδιοτέλεια, και πότε είναι ασύγγνωστα. Τουτέστιν (και αυτό δεν έχει σχέση με τα παιδιά της εθνικής) πότε οι φορείς της «ελληνοψυχίας» σερφάρουν πάνω στο λαοφιλές παιχνίδι κάνοντας πάσες στον εθνικισμό. Αλλά ο εθνικισμός των «ελληνόψυχων» είναι τόσο γελοίος που όπως βρίσκει την «ψυχή» του όταν βάζει γκολ ο Μήτρογλου, έτσι προφανώς και τη χάνει την «ψυχή» του όταν ο Νικοπολίδης τρώει 4 από την εθνική της Τουρκίας ή όταν Καρνέζης τρώει 3 από την εθνική της Βοσνίας... Άλλο πράγμα, λοιπόν, αυτό που έλεγε χτες ο Σαλπιγγίδης στον Νίκο Χατζηνικολάου στον «Real», μιλώντας για την «ελληνική ψυχή», κι άλλο πράγμα τα διαγγέλματα περί «ελληνικής ψυχής» των… ελβετόψυχων της «λίστας Λαγκάρντ». Ο μεν Σαλπιγγίδης είπε με άλλους όρους αυτό που έλεγε ο Καμύ: «Ο,τι έχω διδαχτεί στη ζωή περί τιμής και καθήκοντος μου τα δίδαξε τα ποδόσφαιρο». Οι δε «ελληνόψυχοι – ελβετόψυχοι» το μόνο καθήκον που αντιλαμβάνονται είναι να πετύχουν υψηλή τιμή όταν παζαρεύουν να πουλήσουν την ψυχή τους στον Διάβολο.
Κατά τη διάρκεια των χορών, σε αυτό το διατεταγμένο «μεθύσι της γενικής συναδέλφωσης» και πίσω από τις στερεότυπες διακηρύξεις «να είμαστε όλοι ενωμένοι» - που προέρχονται από όσους εννοούν ως «ενότητα» την υποταγή και από όσους μας θέλουν μονίμως χωρισμένους και ξεμοναχιασμένους – ας διακρίνουμε και τους γνωστούς πολιτευτάκηδες! Αυτούς που επί χρόνια μας κατηγορούσαν ότι οι σημαίες και οι εθνικοί ύμνοι είναι τα αξεσουάρ μιας παρωχημένης εποχής. Έτσι έλεγαν. Ότι όλα αυτά δεν αντέχουν στον «εκσυγχρονισμό» της παγκοσμιοποίησης, στα σαλόνια της ΕΕ, και στο «διεθνιστικό» κοσμοπολιτισμό της τάξης τους. Έτσι έλεγαν. Πόσο αστείοι φαντάζουν τώρα. Δείτε πώς πασχίζουν να βρουν μια θεσούλα στα γαλανόλευκα τηλεπαράθυρα. Αλλά και πάλι - οι δυστυχείς - να μην μπορούν να κρύψουν την ασέβειά τους προς τις σημαίες και τους ύμνους των άλλων. Και μαζί το πόσο ξένοι είναι προς τον πραγματικό διεθνισμό.
«Ας κρατήσουν οι χοροί». Αλλά έχοντας επίγνωση ποια είναι η κατάσταση στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, στην πολιτική για το ποδόσφαιρο και στην ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής. Αυτή, η πραγματική κατάσταση, καθιστά την πορεία της εθνικής στη Βραζιλία, ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία. Η κατάσταση – η πραγματική κατάσταση – του ελληνικού ποδοσφαίρου αποδεικνύει ότι τα 23 παιδιά που θα βρεθούν εκεί, μαζί με τον προπονητή τους, τιμούν την ποδοσφαιρική Ελλάδα επειδή ακριβώς αυτό που πέτυχαν δεν έχει καμία σχέση με την ποδοσφαιρική Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια των χορών, ας μην ξεχνάμε λοιπόν, ότι η πραγματικότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι εντελώς διαφορετική από την «ονειρεμένη» πραγματικότητα που μας επιφύλαξε η εθνική ομάδα. Η αλήθεια βρίσκεται αλλού: Στα γήπεδα - χωράφια με τις άδειες κερκίδες. Στις άθλιες υποδομές. Στο καθεστώς της πλειοψηφίας των ΠΑΕ να είναι υπερχρεωμένες και επιχορηγούμενες με λεφτά ενός λαού που πληρώνει για τους «Ψωμιάδηδες» την ώρα που τα παιδιά του δεν έχουν μισή αλάνα να παίξουν μπάλα. Στις καριέρες που χτίζονται πάνω σε συμπεριφορές ή σε θεωρίες «παράγκας». Στη μετατροπή του ποδοσφαίρου σε πολιορκητικό κριό για τα συμφέροντα του τάδε ή δείνα μεγαλοπαράγοντα - επιχειρηματία, που συγκροτεί «ιδιωτικούς στρατούς» από «επιδοτούμενους χουλιγκάνους». Στον επαγγελματικό υδροκεφαλισμό του ποδοσφαίρου, που στραγγαλίζει κάθε έννοια μαζικού λαϊκού αθλητισμού. Αυτή είναι η αληθινή εικόνα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Κι αυτή είναι μια κατάσταση που όπως δεν διορθώθηκε με «το Γερμανό της», επί Ρεχάγκελ, έτσι δεν θα διορθωθεί και με «τον Πορτογάλο της», όπως τώρα επί Σάντος. Για να διορθωθεί μια τέτοια κατάσταση «θέλει το λαό της»...
«Ας κρατήσουν οι χοροί». Αλλά τα μάτια ανοιχτά. Γιατί κρυμμένοι πίσω από τα καπνογόνα του αγνού ενθουσιασμού των εκατομμυρίων φιλάθλων, κάποιοι συνεχίζουν το ίδιο «κλωτσοσκούφι»: Νέες «ρυθμίσεις» για τις ΠΑΕ, περισσή «εθνοκαπηλία» και μπόλικη επιχειρηματική «οπαδοφροσύνη». «Ας κρατήσουν οι χοροί». Αλλά όσοι αγαπάμε το ποδόσφαιρο, όπου βρούμε τον πολιτευτάκια – πρωτοπανηγυριώτη να ψάχνει την ψηφοθηρική εξαργύρωση των «φίλαθλων αισθημάτων του», ας του ζητήσουμε να μας εξηγήσει: Πώς ο πιτσιρικάς που βλέπει τον Σαλπιγγίδη και θέλει να παίξει κι αυτός μπάλα θα το καταφέρει, χωρίς να υπάρχει ένας ελεύθερος χώρος σε ακτίνα χιλιομέτρων; Πληρώνοντας στα ιδιωτικά «κλαμπ»; Τι θα γίνει στο (διαλυμένο) σχολείο του, που ούτε καν έχει ακούσει ποτέ τη φράση «σχολικός μαζικός αθλητισμός»; «Ας κρατήσουν οι χοροί». Κι ας ζήσουμε τη χαρά που μας πρόσφερε η εθνική. Αλλά όχι μόνο με την καρδιά. Και με το μυαλό μας. Που σημαίνει: να διεκδικήσουμε τα αυτονόητα: Συνθήκες ζωής που δεν θα καθιστούν τον αθλητισμό και την ψυχαγωγία «πολυτέλεια». Χώρους άθλησης για το λαό. Ένα κομμάτι γης για μπάλα, που δε θα το μετατρέψουν σε ένα ακόμα οικοδομικό τετράγωνο αρπαγής οι εργολάβοι. Δουλειά για τους χιλιάδες άνεργους πτυχιούχους που σπούδασαν τον αθλητισμό και ψάχνουν δουλειά στις καφετέριες. Αύξηση του προϋπολογισμού για τον αθλητισμό.
«Λεφτά», «δουλειές», «μαζικός λαϊκός αθλητισμός»! Μα, τι τρέλες είναι αυτές σε εποχές Μνημονίων, θα πουν οι νουνεχείς της πολιτικής «παράγκας». Τους απαντάμε: Σε αντίθεση με εσάς, εμείς θα συνεχίζουμε να πανηγυρίζουμε τα γκολ του Μήτρογλου χωρίς να υποτάσσουμε την αγάπη μας για την μπάλα στα διαγγέλματα της «παράγκας». Εμείς αγαπάμε το ποδόσφαιρο, όχι ως μέσο αποχαύνωσης όπως θα το ήθελαν οι ισχυροί. Το αγαπάμε γιατί, όπως και η ζωή, μπορεί να έχει στιγματιστεί από τον κοινωνικό κανιβαλισμό που ισχυρίζεται ότι «ο πρώτος είναι τα πάντα, ο δεύτερος δεν είναι τίποτα», αλλά πάντα θα κρατάει ζωντανή τη φλόγα της δυνατότητας μήπως τελικά «οι έσχατοι έρθουν πρώτοι». Αγαπάμε το ποδόσφαιρο στις πραγματικές του διαστάσεις: Γνωρίζουμε ότι οι Αργεντινοί δεν πήραν πίσω τα Φόκλαντ όταν «κατατρόπωσαν» την Αγγλία στο Μουντιάλ του 1986. Ότι στη Βραζιλία παρότι οι μεγαλύτεροι ποδοσφαιριστές που αναδείχτηκαν είναι μαύροι ή μιγάδες, εντούτοις οι μαύροι και οι μιγάδες συνεχίζουν να δυστυχούν κατά εκατομμύρια στις φαβέλες. Έτσι γνωρίζουμε ότι και η προχτεσινή μαγική μπαλιά του Καραγκούνη δε θα διαγράψει το 30% της ανεργίας στην Ελλάδα.
Η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου προκρίθηκε στο παγκόσμιο κύπελλο της Βραζιλίας. «Ας κρατήσουν οι χοροί», λοιπόν!
Κατά τη διάρκεια των χορών, πάντως, χρήσιμο είναι να διακρίνουμε πότε εκείνα τα περί «ελληνικής ψυχής» είναι συγγνωστά, καθώς αποτυπώνουν τον οίστρο μιας χαράς ανόθευτης από ιδιοτέλεια, και πότε είναι ασύγγνωστα. Τουτέστιν (και αυτό δεν έχει σχέση με τα παιδιά της εθνικής) πότε οι φορείς της «ελληνοψυχίας» σερφάρουν πάνω στο λαοφιλές παιχνίδι κάνοντας πάσες στον εθνικισμό. Αλλά ο εθνικισμός των «ελληνόψυχων» είναι τόσο γελοίος που όπως βρίσκει την «ψυχή» του όταν βάζει γκολ ο Μήτρογλου, έτσι προφανώς και τη χάνει την «ψυχή» του όταν ο Νικοπολίδης τρώει 4 από την εθνική της Τουρκίας ή όταν Καρνέζης τρώει 3 από την εθνική της Βοσνίας... Άλλο πράγμα, λοιπόν, αυτό που έλεγε χτες ο Σαλπιγγίδης στον Νίκο Χατζηνικολάου στον «Real», μιλώντας για την «ελληνική ψυχή», κι άλλο πράγμα τα διαγγέλματα περί «ελληνικής ψυχής» των… ελβετόψυχων της «λίστας Λαγκάρντ». Ο μεν Σαλπιγγίδης είπε με άλλους όρους αυτό που έλεγε ο Καμύ: «Ο,τι έχω διδαχτεί στη ζωή περί τιμής και καθήκοντος μου τα δίδαξε τα ποδόσφαιρο». Οι δε «ελληνόψυχοι – ελβετόψυχοι» το μόνο καθήκον που αντιλαμβάνονται είναι να πετύχουν υψηλή τιμή όταν παζαρεύουν να πουλήσουν την ψυχή τους στον Διάβολο.
«Ας κρατήσουν οι χοροί». Αλλά έχοντας επίγνωση ποια είναι η κατάσταση στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, στην πολιτική για το ποδόσφαιρο και στην ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής. Αυτή, η πραγματική κατάσταση, καθιστά την πορεία της εθνικής στη Βραζιλία, ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία. Η κατάσταση – η πραγματική κατάσταση – του ελληνικού ποδοσφαίρου αποδεικνύει ότι τα 23 παιδιά που θα βρεθούν εκεί, μαζί με τον προπονητή τους, τιμούν την ποδοσφαιρική Ελλάδα επειδή ακριβώς αυτό που πέτυχαν δεν έχει καμία σχέση με την ποδοσφαιρική Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια των χορών, ας μην ξεχνάμε λοιπόν, ότι η πραγματικότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι εντελώς διαφορετική από την «ονειρεμένη» πραγματικότητα που μας επιφύλαξε η εθνική ομάδα. Η αλήθεια βρίσκεται αλλού: Στα γήπεδα - χωράφια με τις άδειες κερκίδες. Στις άθλιες υποδομές. Στο καθεστώς της πλειοψηφίας των ΠΑΕ να είναι υπερχρεωμένες και επιχορηγούμενες με λεφτά ενός λαού που πληρώνει για τους «Ψωμιάδηδες» την ώρα που τα παιδιά του δεν έχουν μισή αλάνα να παίξουν μπάλα. Στις καριέρες που χτίζονται πάνω σε συμπεριφορές ή σε θεωρίες «παράγκας». Στη μετατροπή του ποδοσφαίρου σε πολιορκητικό κριό για τα συμφέροντα του τάδε ή δείνα μεγαλοπαράγοντα - επιχειρηματία, που συγκροτεί «ιδιωτικούς στρατούς» από «επιδοτούμενους χουλιγκάνους». Στον επαγγελματικό υδροκεφαλισμό του ποδοσφαίρου, που στραγγαλίζει κάθε έννοια μαζικού λαϊκού αθλητισμού. Αυτή είναι η αληθινή εικόνα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Κι αυτή είναι μια κατάσταση που όπως δεν διορθώθηκε με «το Γερμανό της», επί Ρεχάγκελ, έτσι δεν θα διορθωθεί και με «τον Πορτογάλο της», όπως τώρα επί Σάντος. Για να διορθωθεί μια τέτοια κατάσταση «θέλει το λαό της»...
«Ας κρατήσουν οι χοροί». Αλλά τα μάτια ανοιχτά. Γιατί κρυμμένοι πίσω από τα καπνογόνα του αγνού ενθουσιασμού των εκατομμυρίων φιλάθλων, κάποιοι συνεχίζουν το ίδιο «κλωτσοσκούφι»: Νέες «ρυθμίσεις» για τις ΠΑΕ, περισσή «εθνοκαπηλία» και μπόλικη επιχειρηματική «οπαδοφροσύνη». «Ας κρατήσουν οι χοροί». Αλλά όσοι αγαπάμε το ποδόσφαιρο, όπου βρούμε τον πολιτευτάκια – πρωτοπανηγυριώτη να ψάχνει την ψηφοθηρική εξαργύρωση των «φίλαθλων αισθημάτων του», ας του ζητήσουμε να μας εξηγήσει: Πώς ο πιτσιρικάς που βλέπει τον Σαλπιγγίδη και θέλει να παίξει κι αυτός μπάλα θα το καταφέρει, χωρίς να υπάρχει ένας ελεύθερος χώρος σε ακτίνα χιλιομέτρων; Πληρώνοντας στα ιδιωτικά «κλαμπ»; Τι θα γίνει στο (διαλυμένο) σχολείο του, που ούτε καν έχει ακούσει ποτέ τη φράση «σχολικός μαζικός αθλητισμός»; «Ας κρατήσουν οι χοροί». Κι ας ζήσουμε τη χαρά που μας πρόσφερε η εθνική. Αλλά όχι μόνο με την καρδιά. Και με το μυαλό μας. Που σημαίνει: να διεκδικήσουμε τα αυτονόητα: Συνθήκες ζωής που δεν θα καθιστούν τον αθλητισμό και την ψυχαγωγία «πολυτέλεια». Χώρους άθλησης για το λαό. Ένα κομμάτι γης για μπάλα, που δε θα το μετατρέψουν σε ένα ακόμα οικοδομικό τετράγωνο αρπαγής οι εργολάβοι. Δουλειά για τους χιλιάδες άνεργους πτυχιούχους που σπούδασαν τον αθλητισμό και ψάχνουν δουλειά στις καφετέριες. Αύξηση του προϋπολογισμού για τον αθλητισμό.
«Λεφτά», «δουλειές», «μαζικός λαϊκός αθλητισμός»! Μα, τι τρέλες είναι αυτές σε εποχές Μνημονίων, θα πουν οι νουνεχείς της πολιτικής «παράγκας». Τους απαντάμε: Σε αντίθεση με εσάς, εμείς θα συνεχίζουμε να πανηγυρίζουμε τα γκολ του Μήτρογλου χωρίς να υποτάσσουμε την αγάπη μας για την μπάλα στα διαγγέλματα της «παράγκας». Εμείς αγαπάμε το ποδόσφαιρο, όχι ως μέσο αποχαύνωσης όπως θα το ήθελαν οι ισχυροί. Το αγαπάμε γιατί, όπως και η ζωή, μπορεί να έχει στιγματιστεί από τον κοινωνικό κανιβαλισμό που ισχυρίζεται ότι «ο πρώτος είναι τα πάντα, ο δεύτερος δεν είναι τίποτα», αλλά πάντα θα κρατάει ζωντανή τη φλόγα της δυνατότητας μήπως τελικά «οι έσχατοι έρθουν πρώτοι». Αγαπάμε το ποδόσφαιρο στις πραγματικές του διαστάσεις: Γνωρίζουμε ότι οι Αργεντινοί δεν πήραν πίσω τα Φόκλαντ όταν «κατατρόπωσαν» την Αγγλία στο Μουντιάλ του 1986. Ότι στη Βραζιλία παρότι οι μεγαλύτεροι ποδοσφαιριστές που αναδείχτηκαν είναι μαύροι ή μιγάδες, εντούτοις οι μαύροι και οι μιγάδες συνεχίζουν να δυστυχούν κατά εκατομμύρια στις φαβέλες. Έτσι γνωρίζουμε ότι και η προχτεσινή μαγική μπαλιά του Καραγκούνη δε θα διαγράψει το 30% της ανεργίας στην Ελλάδα.
Αγαπάμε το ποδόσφαιρο, γιατί αγαπάμε τη ζωή. Θα το υπερασπιζόμαστε μέχρι τέλους απέναντι στους «κατηγόρους» του που πάντα θα έχουν αλλεργία σε οτιδήποτε το λαϊκό. Και το ποδόσφαιρο (σσ: «το μπαλέτο της εργατικής τάξης» κατά τον Βένεϊμπλς, τον προπονητή της εθνικής Αγγλίας) είναι, παρά την καπηλεία που έχει υποστεί από τους σφετεριστές του, παιχνίδι του λαού. Το αγαπάμε γνωρίζοντας ότι οι αλυσίδες που έχουν περάσει και στο παιχνίδι μας και στη ζωής μας οι κάθε λογής σφετεριστές, θα λυθούν σε άλλα «γήπεδα». Και μόνο τότε: Όταν τα εκατομμύρια πηδήξουν από τις εξέδρες μέσα στο τερέν, γίνουν οι ίδιοι «παίκτες» και στείλουν τις «παράγκες» στα αποδυτήρια. Υπάρχει πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο; Να βγάλει τη δική της «κόκκινη κάρτα» η εξέδρα; Ναι, υπάρχει! Μόνο που χρειάζεται κάτι «απλό»: Χρειάζεται οργάνωση. Σχέδιο. Πειθαρχία. Πάθος. Όραμα. Ταλέντο. Και κάτι ακόμα: Συλλογικότητα, συλλογικότητα και συλλογικότητα, αγώνας, αγώνας και πάλι, αγώνας. Με το βλέμμα προς το φαινομενικά απίθανο, προς το λογικά άπιαστο. Έτσι, ακόμα και τα πιο «λογικά άπιαστα» πράγματα, όπως η πορεία της Εθνικής ομάδας το 2004 στην Πορτογαλία, παύουν να είναι «ουτοπία». Και γίνονται ρεαλισμός!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου