Το 1888, κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ ένα ουτοπικό, μελλοντολογικό μυθιστόρημα ενός ως τότε άσημου συγγραφέα ονόματι Edward Bellamy. Λεγόταν Κοιτώντας πίσω: 2000-1887. Η πλοκή του μυθιστορήματος αφορά έναν αστό Αμερικανό, ο οποίος αποκοιμάται και ξυπνά σε μια μελλοντική Βοστώνη των ΗΠΑ, όπου έχει επικρατήσει πλήρως και ειρηνικά ο σοσιαλισμός, τον οποίο, για να αποφύγει να προσβάλλει τις ευαισθησίες των αναγνωστών, ο Bellamy ονομάζει "Εθνικισμό" -- λέξη που αφορά όχι την σωβινιστική λατρεία του έθνους αλλά την εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής.
Το μυθιστόρημα γράφεται μέσα στην πρώτη εποχή ανάδυσης του "ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού", καθώς οι Αμερικανοί, ως κάτοικοι της πιο καπιταλιστικά αναπτυγμένης χώρας του κόσμου στην περίοδο εκείνη, είναι ίσως αυτοί που συζητούν πιο συστηματικά --και πολιτικά αλλά και στη λογοτεχνία της εποχής (Upton Sinclair, William Dean Howells, Jack London, Frank Norris, κ.α)-- το πρόβλημα του "τέρατος" των Μονοπωλίων, τα οποία έχουν καταστρέψει το όνειρο του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα, ο αμερικανικός σοσιαλισμός της εποχής είναι πλήρως μικροαστικός, αποτελεί όμως για αυτόν τον λόγο ένα παράδειγμα μαζικής μεταστροφής των μικροαστών ενάντια στον καπιταλισμό, ακριβώς ως αποτέλεσμα της καταστροφής τους από τα μονοπώλια.
Στο Κοιτώντας Πίσω, η Αμερικανική κοινωνία, έχοντας έλλογα αναλογιστεί την καταστροφή του φιλελεύθερου καπιταλισμού εξαιτίας των μονοπωλίων, αποφασίζει συναινετικά την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας --με το σύνολο της ιδιοκτησίας να περνά στο κράτος-- και κατά συνέπεια, και την κατάργηση των ταξικών διαφορών.
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, το Κοιτώντας Πίσω είχε γίνει το μεγαλύτερο μπεστ σέλερ των Ηνωμένων Πολιτειών, πουλώντας τα περισσότερα αντίτυπα από κάθε άλλο λογοτεχνικό βιβλίο, με την εξαίρεση του διάσημου, προπαγανδιστικού υπέρ της κατάργησης της δουλείας μυθιστορήματος της Χάριετ Μπίτσερ Στόου, Η καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά.
Συνέβη όμως και κάτι άλλο με το βιβλίο αυτό. Αν και πρόκειται για καθαρή μυθοπλασία, άγγιξε τόσο τους μικροαστούς αναγνώστες του που δημιούργησε μόνο του κοινωνικό κίνημα. Σε όλη την Αμερική, άρχισαν να ιδρύονται "Εθνικιστικοί Όμιλοι", με στόχο τη μελέτη, διάδοση και προπαγάνδιση των ιδεών της κρατικοποίησης των μέσων παραγωγής και της κατάργησης της ταξικής πάλης. Στο σημείο αποκορύφωσης του κινήματος, λειτουργούσαν περισσότεροι από 160 τέτοιοι όμιλοι, ενώ οι "Μπελλαμιτικοί" εξέδιδαν δικό τους προπαγανδιστικό έντυπο, το The Nationalist (αργότερα The New Nation). Το 1891, ο Bellamy ηγήθηκε της ενσωμάτωσης του "Εθνικιστικού" κινήματος με το Λαϊκό Κόμμα (Λαϊκιστές), κίνηση που αποδυνάμωσε την αυτονομία του κινήματος, το οποίο είχε σχεδόν εντελώς διαλυθεί ως το 1896.
Ακολουθεί μετάφραση αποσπάσματος από το βιβλίο. Ο αναγνώστης ας αναλογιστεί την απόσταση που χωρίζει την ιδεολογία σημαντικής μερίδας των μικροαστών στην πιο αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα του κόσμου 125 χρόνια πριν, από την αντίστοιχη τάξη στην σημερινή Ελλάδα (και βέβαια και στις ίδιες τις ΗΠΑ!), που νοσταλγεί ακόμα τον "φιλελεύθερο καπιταλισμό", ενώ η κατάσταση που περιγράφει ο Bellamy έχει εξελιχθεί σε τρομακτικό βαθμό. Και, πιο σημαντικά, ας αναλογιστεί τους λόγους για τους οποίους ανέκυψε αυτή η απόσταση: Πώς γίνεται οι συνθήκες να είναι αντικειμενικά πολύ ωριμότερες, και ταυτόχρονα να είναι αδύνατο να δει κανείς σήμερα τη μικροαστική μάζα να πρωταγωνιστεί σε αιτήματα για κεντρικό σχεδιασμό και κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής;
"Το γεγονός πως η απελπισμένη λαϊκή αντίθεση προς την συγκέντρωση των επιχειρήσεων σε λίγα ισχυρά χέρια δεν μπόρεσε να την σταματήσει αποδεικνύει ότι υπήρχε σοβαρός οικονομικός λόγος για τη συγκέντρωση. Οι μικροί καπιταλιστές, με τις αμέτρητες μικροασχολίες τους, είχαν παραδώσει το πεδίο στις μεγάλες συγκεντρώσεις κεφαλαίου, διότι άνηκαν σε μια εποχή μικρών πραγμάτων και ήταν εντελώς ανίκανοι να διαχειριστούν τις απαιτήσεις της εποχής του ατμού και του τηλέγραφου και της τεράστιας κλίμακας των επιχειρήσεων. Το να αποκατασταθεί η παλιά κατάσταση πραγμάτων, ακόμα κι αν ήταν εφικτό, θα επέβαλλε να επιστρέψουμε στην εποχή της άμαξας. Όσο καταπιεστικό και αφόρητο κι αν ήταν το καθεστώς των μεγάλων συγκεντρώσεων κεφαλαίου, ακόμα και τα θύματά του, ενώ το καταριόντουσαν, αναγκαζόταν να παραδεχτούν την εκπληκτική άνοδο της παραγωγικότητας που είχε ανακύψει στις εθνικές βιομηχανίες, τις τεράστιες οικονομίες που επηρέαζαν η συγκέντρωση της διαχείρισης και η ενότητα της οργάνωσης, και να ομολογήσουν πως αφού το νέο σύστημα είχε αντικαταστήσει το παλιό, ο πλούτος του πλανήτη είχε αυξηθεί σε ποσοστό που παλιότερα δεν μπορούσε κανείς να ονειρευτεί καν. Φυσικά, αυτή η τεράστια αύξηση είχε κυρίως χρησιμοποιηθεί για να κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους, αυξάνοντας έτσι το χάσμα ανάμεσα σ' αυτούς και τους φτωχούς. Αλλά το γεγονός ήταν πως ως μέσο παραγωγής πλούτου, το κεφάλαιο είχε αποδειχθεί πως ήταν τόσο πιο αποτελεσματικό όσο ήταν περισσότερο συγκεντρωμένο. Η αποκατάσταση του παλιού συστήματος με τον καταμερισμό του κεφαλαίου, αν ήταν εφικτή, θα μπορούσε πράγματι να φέρει πίσω μια μεγαλύτερη ισότητα στο βιοτικό επίπεδο, με περισσότερη ατομική αξιοπρέπεια και ελευθερία, αλλά θα είχε το κόστος της γενικής φτώχειας και το φρενάρισμα της υλικής προόδου.
Δεν υπήρχε λοιπόν τρόπος να τιθασευτούν οι υπηρεσίες της πανίσχυρης, πλουτοπαραγωγικής αρχής του συγκεντρωμένου κεφαλαίου, χωρίς να υποκλίνεται ο λαός σε μια πλουτοκρατία σαν αυτή της Καρχηδόνας; Μόλις άρχισαν να αναρωτιούνται οι άνθρωποι για αυτά τα ζητήματα, βρήκαν την απάντηση να τους περιμένει. Η κίνηση της διοίκησης των επιχειρήσεων σε όλο και μεγαλύτερες συγκεντρώσεις κεφαλαίου, η τάση προς το Μονοπώλιο, απέναντι στην οποία αντιστέκονταν τόσο απελπισμένα, αναγνωρίστηκε επιτέλους με την πραγματική της σημασία, ως διαδικασία που χρειαζόταν μονάχα να ολοκληρώσει τη λογική της εξέλιξη για να ανοίξει ένα χρυσό μέλλον στην ανθρωπότητα. Στις αρχές του περασμένου αιώνα [εννοεί του 20ου], η εξέλιξη ολοκληρώθηκε με την τελική συγκέντρωση όλου του κεφαλαίου του έθνους. [...] Το έθνος, δηλαδή, οργανώθηκε ως μια τεράστια επιχειρηματική ένωση, όπου ενσωματώθηκαν όλες οι επιχειρήσεις. Έγινε ο μόνος καπιταλιστής στη θέση των άλλων καπιταλιστών, ο μόνος εργοδότης, το απώτατο μονοπώλιο που κατάπιε όλα τα προηγούμενα και μικρότερα μονοπώλια -- ένα μονοπώλιο στου οποίου τα οικονομικά και τα κέρδη μετείχαν όλοι οι πολίτες. Η εποχή των τραστ τελείωσε με το Μεγάλο Τραστ. [...]
- "Μια τέτοια τρομερή αλλαγή σαν αυτή που περιγράφεις", είπα, "δεν μπορεί να συνέβη χωρίς μεγάλη αιματοχυσία και τρομερές αναταράξεις."
- "Αντιθέτως", απάντησε ο Δρ. Λιτ, "δεν υπήρξε απολύτως καμία βία. Η αλλαγή είχε προβλεφθεί για καιρό. Η κοινή γνώμη είχε εντελώς ωριμάσει για αυτή, και την υποστήριξε όλη η μάζα του λαού."
Το μυθιστόρημα γράφεται μέσα στην πρώτη εποχή ανάδυσης του "ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού", καθώς οι Αμερικανοί, ως κάτοικοι της πιο καπιταλιστικά αναπτυγμένης χώρας του κόσμου στην περίοδο εκείνη, είναι ίσως αυτοί που συζητούν πιο συστηματικά --και πολιτικά αλλά και στη λογοτεχνία της εποχής (Upton Sinclair, William Dean Howells, Jack London, Frank Norris, κ.α)-- το πρόβλημα του "τέρατος" των Μονοπωλίων, τα οποία έχουν καταστρέψει το όνειρο του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα, ο αμερικανικός σοσιαλισμός της εποχής είναι πλήρως μικροαστικός, αποτελεί όμως για αυτόν τον λόγο ένα παράδειγμα μαζικής μεταστροφής των μικροαστών ενάντια στον καπιταλισμό, ακριβώς ως αποτέλεσμα της καταστροφής τους από τα μονοπώλια.
Στο Κοιτώντας Πίσω, η Αμερικανική κοινωνία, έχοντας έλλογα αναλογιστεί την καταστροφή του φιλελεύθερου καπιταλισμού εξαιτίας των μονοπωλίων, αποφασίζει συναινετικά την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας --με το σύνολο της ιδιοκτησίας να περνά στο κράτος-- και κατά συνέπεια, και την κατάργηση των ταξικών διαφορών.
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, το Κοιτώντας Πίσω είχε γίνει το μεγαλύτερο μπεστ σέλερ των Ηνωμένων Πολιτειών, πουλώντας τα περισσότερα αντίτυπα από κάθε άλλο λογοτεχνικό βιβλίο, με την εξαίρεση του διάσημου, προπαγανδιστικού υπέρ της κατάργησης της δουλείας μυθιστορήματος της Χάριετ Μπίτσερ Στόου, Η καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά.
Συνέβη όμως και κάτι άλλο με το βιβλίο αυτό. Αν και πρόκειται για καθαρή μυθοπλασία, άγγιξε τόσο τους μικροαστούς αναγνώστες του που δημιούργησε μόνο του κοινωνικό κίνημα. Σε όλη την Αμερική, άρχισαν να ιδρύονται "Εθνικιστικοί Όμιλοι", με στόχο τη μελέτη, διάδοση και προπαγάνδιση των ιδεών της κρατικοποίησης των μέσων παραγωγής και της κατάργησης της ταξικής πάλης. Στο σημείο αποκορύφωσης του κινήματος, λειτουργούσαν περισσότεροι από 160 τέτοιοι όμιλοι, ενώ οι "Μπελλαμιτικοί" εξέδιδαν δικό τους προπαγανδιστικό έντυπο, το The Nationalist (αργότερα The New Nation). Το 1891, ο Bellamy ηγήθηκε της ενσωμάτωσης του "Εθνικιστικού" κινήματος με το Λαϊκό Κόμμα (Λαϊκιστές), κίνηση που αποδυνάμωσε την αυτονομία του κινήματος, το οποίο είχε σχεδόν εντελώς διαλυθεί ως το 1896.
Ακολουθεί μετάφραση αποσπάσματος από το βιβλίο. Ο αναγνώστης ας αναλογιστεί την απόσταση που χωρίζει την ιδεολογία σημαντικής μερίδας των μικροαστών στην πιο αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα του κόσμου 125 χρόνια πριν, από την αντίστοιχη τάξη στην σημερινή Ελλάδα (και βέβαια και στις ίδιες τις ΗΠΑ!), που νοσταλγεί ακόμα τον "φιλελεύθερο καπιταλισμό", ενώ η κατάσταση που περιγράφει ο Bellamy έχει εξελιχθεί σε τρομακτικό βαθμό. Και, πιο σημαντικά, ας αναλογιστεί τους λόγους για τους οποίους ανέκυψε αυτή η απόσταση: Πώς γίνεται οι συνθήκες να είναι αντικειμενικά πολύ ωριμότερες, και ταυτόχρονα να είναι αδύνατο να δει κανείς σήμερα τη μικροαστική μάζα να πρωταγωνιστεί σε αιτήματα για κεντρικό σχεδιασμό και κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής;
"Το γεγονός πως η απελπισμένη λαϊκή αντίθεση προς την συγκέντρωση των επιχειρήσεων σε λίγα ισχυρά χέρια δεν μπόρεσε να την σταματήσει αποδεικνύει ότι υπήρχε σοβαρός οικονομικός λόγος για τη συγκέντρωση. Οι μικροί καπιταλιστές, με τις αμέτρητες μικροασχολίες τους, είχαν παραδώσει το πεδίο στις μεγάλες συγκεντρώσεις κεφαλαίου, διότι άνηκαν σε μια εποχή μικρών πραγμάτων και ήταν εντελώς ανίκανοι να διαχειριστούν τις απαιτήσεις της εποχής του ατμού και του τηλέγραφου και της τεράστιας κλίμακας των επιχειρήσεων. Το να αποκατασταθεί η παλιά κατάσταση πραγμάτων, ακόμα κι αν ήταν εφικτό, θα επέβαλλε να επιστρέψουμε στην εποχή της άμαξας. Όσο καταπιεστικό και αφόρητο κι αν ήταν το καθεστώς των μεγάλων συγκεντρώσεων κεφαλαίου, ακόμα και τα θύματά του, ενώ το καταριόντουσαν, αναγκαζόταν να παραδεχτούν την εκπληκτική άνοδο της παραγωγικότητας που είχε ανακύψει στις εθνικές βιομηχανίες, τις τεράστιες οικονομίες που επηρέαζαν η συγκέντρωση της διαχείρισης και η ενότητα της οργάνωσης, και να ομολογήσουν πως αφού το νέο σύστημα είχε αντικαταστήσει το παλιό, ο πλούτος του πλανήτη είχε αυξηθεί σε ποσοστό που παλιότερα δεν μπορούσε κανείς να ονειρευτεί καν. Φυσικά, αυτή η τεράστια αύξηση είχε κυρίως χρησιμοποιηθεί για να κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους, αυξάνοντας έτσι το χάσμα ανάμεσα σ' αυτούς και τους φτωχούς. Αλλά το γεγονός ήταν πως ως μέσο παραγωγής πλούτου, το κεφάλαιο είχε αποδειχθεί πως ήταν τόσο πιο αποτελεσματικό όσο ήταν περισσότερο συγκεντρωμένο. Η αποκατάσταση του παλιού συστήματος με τον καταμερισμό του κεφαλαίου, αν ήταν εφικτή, θα μπορούσε πράγματι να φέρει πίσω μια μεγαλύτερη ισότητα στο βιοτικό επίπεδο, με περισσότερη ατομική αξιοπρέπεια και ελευθερία, αλλά θα είχε το κόστος της γενικής φτώχειας και το φρενάρισμα της υλικής προόδου.
Δεν υπήρχε λοιπόν τρόπος να τιθασευτούν οι υπηρεσίες της πανίσχυρης, πλουτοπαραγωγικής αρχής του συγκεντρωμένου κεφαλαίου, χωρίς να υποκλίνεται ο λαός σε μια πλουτοκρατία σαν αυτή της Καρχηδόνας; Μόλις άρχισαν να αναρωτιούνται οι άνθρωποι για αυτά τα ζητήματα, βρήκαν την απάντηση να τους περιμένει. Η κίνηση της διοίκησης των επιχειρήσεων σε όλο και μεγαλύτερες συγκεντρώσεις κεφαλαίου, η τάση προς το Μονοπώλιο, απέναντι στην οποία αντιστέκονταν τόσο απελπισμένα, αναγνωρίστηκε επιτέλους με την πραγματική της σημασία, ως διαδικασία που χρειαζόταν μονάχα να ολοκληρώσει τη λογική της εξέλιξη για να ανοίξει ένα χρυσό μέλλον στην ανθρωπότητα. Στις αρχές του περασμένου αιώνα [εννοεί του 20ου], η εξέλιξη ολοκληρώθηκε με την τελική συγκέντρωση όλου του κεφαλαίου του έθνους. [...] Το έθνος, δηλαδή, οργανώθηκε ως μια τεράστια επιχειρηματική ένωση, όπου ενσωματώθηκαν όλες οι επιχειρήσεις. Έγινε ο μόνος καπιταλιστής στη θέση των άλλων καπιταλιστών, ο μόνος εργοδότης, το απώτατο μονοπώλιο που κατάπιε όλα τα προηγούμενα και μικρότερα μονοπώλια -- ένα μονοπώλιο στου οποίου τα οικονομικά και τα κέρδη μετείχαν όλοι οι πολίτες. Η εποχή των τραστ τελείωσε με το Μεγάλο Τραστ. [...]
- "Μια τέτοια τρομερή αλλαγή σαν αυτή που περιγράφεις", είπα, "δεν μπορεί να συνέβη χωρίς μεγάλη αιματοχυσία και τρομερές αναταράξεις."
- "Αντιθέτως", απάντησε ο Δρ. Λιτ, "δεν υπήρξε απολύτως καμία βία. Η αλλαγή είχε προβλεφθεί για καιρό. Η κοινή γνώμη είχε εντελώς ωριμάσει για αυτή, και την υποστήριξε όλη η μάζα του λαού."
πηγη: Lenin Reloaded
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου