Η είδηση που σε μεγάλο βαθμό κυριαρχεί το τελευταίο διάστημα στην επικαιρότητα δεν είναι άλλη από την απόδραση του Χριστόδουλου Ξηρού από τις φυλακές Κορυδαλλού. Η εξέλιξη αυτή έδωσε την ευκαιρία στα ΜΜΕ να καλλιεργήσουν κλίμα τρομοκράτησης και παράλληλα να επιδοθούν στο προσφιλές για αυτά σπορ της κατασυκοφάντησης του λαϊκού κινήματος ταυτίζοντας τις πρακτικές οργανώσεων σαν τη 17Ν με τις μορφές αντίστασης που επιλέγει το λαϊκό κίνημα για να ανασχέσει την αντιλαϊκή πολιτική.
Παράλληλα όμως εκδηλώθηκε και ένα κύμα συμπάθειας προς το πρόσωπο του Ξηρού και γενικότερα στη δράση της 17Ν απο μερίδα του κοινωνικού συνόλου. Σε συνδυασμό μάλιστα με την απόσυρση του μέτρου για την καταβολή του τιμήματος των 25 ευρώ για την εισαγωγή στα νοσοκομεία, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που απέδωσαν την εξέλιξη αυτή στο κλίμα φόβου που καλλιέργησε η απόδραση του Ξηρού στο πολιτικό κατεστημένο.Στο σημείο αυτό καλό θα ήταν να κάνουμε μερικές επισημάνσεις: 1) Το ποσό που προσδοκούσαν να εισρεύσει στα κρατικά ταμεία απο την εφαρμογή του μέτρου αυτού θα το βρούνε απο αλλού (εν προκειμένω την αύξηση της τιμής των τσιγάρων) και το βάρος θα κληθούν να το σηκώσουν τα συνήθη υποζύγια.
2) Η δράση της 17Ν βρισκόταν σε ανοδική πορεία καθολη τη διάρκεια της δεκαετίας του 90 (με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Βρετανού στρατιωτικού ακόλουθου Στίβεν Σοντερς στις 8 Ιουνίου το 2008), αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν αναχαίτισε τη λαίλαπα της αντιλαϊκής πολιτικής που ξεδιπλώθηκε την περίοδο ως αποτέλεσμα της υπογραφής και της εφαρμογής της συνθήκης του Μάαστριχ.
Είναι γεγονός όμως πως τη δράση τέτοιων ομάδων τη βλέπουν (κυρίως) κοινωνικά στρώματα που έχουν συνηθίσει τη λύση των προβλημάτων τους να τη δίνουν άλλοι. Αποκορύφωμα της λογικής τους αυτής είναι η αναγωγή της δράσης αυτής σε ύψιστη επαναστατική πράξη απαξιώνοντας τις μορφές αντίδρασης του οργανωμένου λαϊκού κινήματος (απεργίες, πορείες κλπ). Στην πραγματικότητα εκείνο που επιδιώκουν με τη λογική τους αυτή είναι να δώσουν φτηνές δικαιολογίες στον εαυτό τους για τη δική τους αδράνεια ( είναι πολύ γλυκός ο καναπές).Αποκορύφωμα όλου αυτού είναι το γεγονός πως επικαλούνται και τους κλασικούς του Μαρξισμού η και μορφές του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος προκειμένου να δώσουν και το απαραίτητο ιδεολογικό υπόβαθρο στην άποψη τους αυτή.
Επειδή πολύς ο λόγος λοιπόν για το πως σκέφτονται και πράττουν όσοι ασπάζονται τις αρχές του μαρξισμού, τόσο απο εκείνους που τον συκοφαντούν όσο και απο αυτούς που διατείνονται οτι τον παίζουν στα δάχτυλα και εν τέλει καταλήγουν να είναι χειρότεροι και απο τους πρώτους, εμείς δεν έχουμε παρα να παραθέσουμε τα όσα έλεγαν για το θέμα της τρομοκρατίας οι καθ ύλην αρμόδιοι σε ζητήματα μαρξισμού:
Λένιν: «Όσον αφορά την πολιτική εκτίμηση της πράξης, εμείς, φυσικά, παραμένουμε στην παλιά μας άποψη, που έχει επιβεβαιωθεί από την πείρα δεκαετιών, ότι οι ατομικές τρομοκρατικές απόπειρες (...) σαν επαναστατική τακτική, είναι άσκοπες και επιζήμιες. Μόνο το μαζικό κίνημα μπορεί να θεωρηθεί σαν πραγματική πολιτική πάλη».Οι τρομοκράτες στη Ρωσία (ενάντια τους πάντοτε παλεύαμε) έκαναν μία σειρά μεμονωμένες απόπειρες δολοφονίας, όμως το Δεκέμβρη του 1905, όταν η υπόθεση έφτασε επιτέλους στο μαζικό κίνημα, στην εξέγερση (…) τότε ακριβώς οι "τρομοκράτες" απουσίασαν.(ΛΕΝΙΝ, Άπαντα, τ. 40, σελ. 312).
«Ας περάσουμε στο δεύτερο σημείο, στο ζήτημα της τρομοκρατίας (...) Η ακαταλληλότητά της έχει αποδειχθεί τόσο καθαρά από την πείρα του ρωσικού επαναστατικού κινήματος (...) Οι Ρώσοι σοσιαλδημοκράτες αναιρούσαν (και αναίρεσαν για πολύ καιρό) τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας μεθόδου πάλης... Οι σοσιαλιστές - επαναστάτες έχουν την αφέλεια να μην αντιλαμβάνονται πως η ροπή τους προς την τρομοκρατία βρίσκεται στην πιο στενή αιτιατή σύνδεση με το γεγονός ότι οι ίδιοι στάθηκαν από μιας αρχής και εξακολουθούν να στέκονται παράμερα από το εργατικό κίνημα, χωρίς, μάλιστα, να επιδιώκουν να γίνουν κόμμα της επαναστατικής τάξης που διεξάγει τον ταξικό της αγώνα... Το ότι η μοναδική "ελπίδα" της επανάστασης είναι το "πλήθος", ότι ενάντια στην αστυνομία μπορεί να παλέψει μόνο η επαναστατική οργάνωση που καθοδηγεί (στην πράξη, κι όχι στα λόγια) αυτό το πλήθος, αυτό είναι πια στοιχειώδες. Αυτό είναι ντροπή να το αποδείχνει κανείς. Και μόνο άνθρωποι που ξέχασαν τα πάντα και δε διδάχτηκαν απολύτως τίποτα, μπορούσαν να υποστηρίξουν το "αντίθετο" (...) Να καλείς σε μια τέτοια τρομοκρατία, όπως είναι η διοργάνωση αποπειρών δολοφονίας ενάντια σε υπουργούς από μεμονωμένα άτομα και από άγνωστους μεταξύ τους ομίλους, τη στιγμή που οι επαναστάτες δεν έχουν αρκετές δυνάμεις και μέσα για την καθοδήγηση της μάζας, που ήδη ξεσηκώνεται, σημαίνει ότι όχι μόνο διακόπτεις μ' αυτόν τον τρόπο τη δουλειά μέσα στις μάζες, αλλά και προκαλείς άμεσα την αποδιοργάνωση της δουλειάς (...). Εμείς, οι επαναστάτες (...) Πρέπει να δρούμε όλοι μαζί πιο ενεργητικά, πιο θαρραλέα και πιο οργανωμένα. Ενώ οι σοσιαλιστές - επαναστάτες συμπεραίνουν: "Πυροβόλα, ασύλληπτο άτομο, γιατί, αλίμονο, η μάζα θα αργήσει ακόμα, και γιατί ενάντια στη μάζα υπάρχουν φαντάροι". Αυτό πια είναι τελείως ανόητο, κύριοι!» (Β. Ι. ΛΕΝΙΝ: «Άπαντα», τ. 6, σελ. 381 - 385, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Ένγκελς: «(...) Τούτη η παθιασμένη πυρετώδης φούρια, τούτο το πυροτέχνημα των δολοφονιών, που δεν έχουν κανένα νόημα, και, αν το καλοκοιτάξεις, είναι πληρωμένες και μονταρισμένες απ' την αστυνομία, - έγραφε ο Ένγκελς - δεν μπορεί να μην ανοίξει τα μάτια ακόμα και του αστισμού για τον αληθινό χαρακτήρα αυτής της προπαγάνδας των φρενοβλαβών και βαλτών πρακτόρων(...)». (Φρ. Ένγκελς, επιστολή του προς τον Πάμπλο Ιγκλέσιας στη Μαδρίτη, Κ. ΜΑΡΞ - Φ. ΕΝΓΚΕΛΣ, Άπαντα, τ. 39, σελ. 223).
Τσε Γκεβαρα:«Είμαστε ειλικρινά πεπεισμένοι ότι η τρομοκρατία είναι ένα αρνητικό όπλο, που δεν προσφέρει απολύτως ποτέ τα αναμενόμενα αποτελέσματα κι ότι μπορεί να απομακρύνει το λαό από ένα επαναστατικό κίνημα, αφού συνδέεται ολοκληρωτικά με αυτούς που επιδιώκουν ανθρώπινες απώλειες χωρίς προοπτική για τα προσδοκώμενα αποτελέσματα». (Τσε Γκεβάρα, «Ο Ανταρτοπόλεμος», σελ. 127, εκδόσεις «Καρανάση», Αθήνα, 1982).
«Η δολοφονία και ο τυφλός τερορισμός (τρομοκρατία) δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται. Είναι προτιμότερο να γίνεται μαζική δουλειά, να εντυπώνεται το επαναστατικό ιδανικό, και να το κάνει να ωριμάσει για να μπορούν, στη δοσμένη στιγμή, να κινητοποιήσουν αυτές τις μάζες υποστηριζόμενες από τον επαναστατικό στρατό και να κάνουν να κλίνει η πλάστιγγα προς την πλευρά της Επανάστασης». (Τσε Γκεβάρα, «Ο Ανταρτοπόλεμος», σελ. 118-119, εκδόσεις «Καρανάση», Αθήνα, 1982).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου