«Ο Πόλεμος των Βασιλικών» (σ.σ. η μάχη στα Βασιλικά). Εργο του Παναγιώτη Ζωγράφου, 1836 |
Ο Λένιν ουσιαστικά τονίζει με το παραπάνω απόσπασμα ότι η κάθε ένοπλη σύγκρουση κρίνεται με βάση τις αντικειμενικές συνθήκες της ταξικής πάλης σε κάθε δοσμένη ιστορική περίοδο. Κι αυτό διότι σε κάθε κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό και ακολούθως σε κάθε ιστορική εποχή εμφανίζεται μια κυρίαρχη οικονομικά τάξη που εκμεταλλεύεται την πλειοψηφία της κοινωνίας και τον πλούτο που αυτή παράγει. Στον αντίποδά της, σε κάθε ιστορική εποχή τοποθετείται μια κοινωνικο-οικονομική τάξη των υπό εκμετάλλευση που η εκπλήρωση των ταξικών της συμφερόντων απαιτεί την ανατροπή της εκμετάλλευσής της και γι' αυτό αποτελεί την ηγέτιδα δύναμη της κοινωνικής προόδου. Επομένως, δίχως την κατανόηση ποιας τάξης ή ποιων τάξεων τα συμφέροντα εκφράζει ένας πόλεμος ή μια κοινωνική επανάσταση και χωρίς να προσδιορίσουμε αν τα συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα είναι προς όφελος των εκμεταλλευτών ή των εκμεταλλευομένων στη δοσμένη ιστορική εποχή, είναι αδύνατη η αποτίμηση του ρόλου που διαδραματίζει αυτός ή αυτή στην ιστορική εξέλιξη.
Την εποχή που ξέσπασε η εθνικοαπελευθερωτική στη μορφή και αστική στο περιεχόμενο Επανάσταση του 1821 στις περισσότερες χώρες είχε συντελεστεί παλινόρθωση των βασιλικών δυναστειών, παρότι σε ορισμένες από αυτές είχαν διατηρηθεί άθικτες οι αστικοδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που κληροδότησε η Γαλλική Επανάσταση. Ετσι και αλλιώς, στο πλαίσιο του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής είχε αρχίσει καιρό πριν να αναπτύσσεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ενδυναμώνοντας τον οικονομικό και τον κοινωνικο-πολιτικό ρόλο της αστικής τάξης. Η αστική τάξη αναδείχτηκε στο πέρασμα μιας χρονικής περιόδου που εκκινεί από τα μέσα του 16ου αιώνα(2) στην πρωτοπόρα δύναμη της κοινωνικής προόδου που ερχόταν σε αντίθεση με τις φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής, οι οποίες συνιστούσαν τροχοπέδη στην παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ως μονόδρομος, πλέον, αναδείχτηκε η επαναστατική ανατροπή της ξεπερασμένης ιστορικά φεουδαρχικής εξουσίας, διότι, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Μαρξ:
«Σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής ή, πράγμα που αποτελεί μόνο τη νομική έκφραση γι' αυτό, με τις σχέσεις ιδιοκτησίας μέσα στις οποίες κινούνται μέχρι τότε. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αυτές οι σχέσεις μετατρέπονται σε δεσμά τους. Τότε επέρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης»(3).
Η πρώτη νικηφόρα αστική επανάσταση ήταν η Ενδοξη Επανάσταση της Αγγλίας (1688). Επόμενος μεγάλος σταθμός της επαναστατικής ανάτασης της αστικής τάξης ήταν η Γαλλική Επανάσταση (1789). Αντικειμενικός σκοπός αυτών των επαναστάσεων ήταν η συγκρότηση μιας εθνικά ενιαίας αγοράς, ενός αστικού έθνους - κράτους. Παρά την προσωρινή διακοπή της επέλασης των αστικών επαναστάσεων, που επισφραγίστηκε από την πολεμική ήττα των στρατιωτικών δυνάμεων του Ναπολέοντα4, οι επαναστατικές δυνάμεις είχαν προλάβει να ανοίξουν τον «ασκό του Αιόλου» σκορπώντας τις επαναστατικές ιδέες σε κάθε γωνιά της Ευρώπης. Οπως υπογράμμισε ο Θ. Κολοκοτρώνης, «η Γαλλική Επανάσταση και ο Ναπολέοντας έκαμε, κατά την γνώμη μου, ν' ανοίξουν τα μάτια του κόσμου»(5).
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι από τις ίδιες ιδέες για εθνική αφύπνιση των βαλκανικών λαών ως προϋπόθεση για τη νέα πολιτική κρατική συγκρότηση εμφορούνταν οι πρόδρομοι της Ελληνικής Επανάστασης, όπως ο Ρήγας Φεραίος (6). Αλλωστε, στο πρότυπο των ευρωπαϊκών αστικών επαναστατικών οργανώσεων (και ειδικότερα των καρμπονάρων) στηρίχθηκε και η συγκρότηση της Φιλικής Εταιρείας, γεγονός που αποδεικνύεται από τις αρχές μύησης και το τελετουργικό της(7), την κοινωνική θέση των ιδρυτών της που ήταν έμποροι και φυσικά πάνω απ' όλα από τις διακηρύξεις της και τις πολιτικές της στοχεύσεις.
Βέβαια, η υιοθέτηση των ευρωπαϊκών αστικών ιδεών και μεθόδων επαναστατικής οργάνωσης δεν αποτελούσε απόρροια ενός ιδεαλιστικού μιμητισμού. Αντίθετα, η διάδοσή τους στηριζόταν σε ένα στέρεο οικονομικό υλικό υπόβαθρο, διότι στο έδαφος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αν και συνέχιζε να υπάρχει η εξουσία του Σουλτάνου που αντιστοιχούσε στις κυρίαρχες τότε φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής, είχε αρχίσει να αναπτύσσεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής που υπέσκαπτε τη σταθερότητά της και επιτάχυνε την αποσύνθεση των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής. Ετσι, στον ελλαδικό χώρο και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα περισσότερο στις ελληνικές παροικίες είχε αρχίσει να ενδυναμώνεται η τάξη των Ελλήνων κεφαλαιοκρατών που «υποδαύλιζε» την αστική επαναστατική σκέψη και επιδίωκε την εθνική απελευθέρωση των υπόδουλων και την ταυτόχρονη ανατροπή της οθωμανικής εξουσίας.
Την ανάπτυξη ειδικότερα του ελληνικού ναυτιλιακού και εμπορικού κεφαλαίου είχε συνδράμει αναμφίβολα η ρωσο-τουρκική Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, που παρείχε το δικαίωμα στα ελληνικά πλοία να κυκλοφορούν ανεμπόδιστα από τους Οθωμανούς, εφόσον θα είχαν υψώσει τη ρωσική σημαία. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τους Ναπολέοντειους Πολέμους (1793 - 1813), διαμόρφωσε τις συνθήκες για μια ραγδαία αύξηση της κερδοφορίας του ελληνικού εμπορικού και ναυτιλιακού κεφαλαίου. Ενδεικτικά, στην Οδησσό, όπου και ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία, τη χρονική περίοδο 1800 - 1815 το 60% της κίνησης των πλοίων στο λιμάνι της ελεγχόταν από το ελληνικό ναυτιλιακό κεφάλαιο (8).
Ομως, η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής αποτυπωνόταν και στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας στην Ελλάδα:
«Στα 1800 η βιοτεχνία απασχολεί ένα σύνολο 40.000 - 50.000 ατόμων και κινητοποιεί κεφάλαια το λιγότερο 50.000.000 χρυσών φράγκων, με ένα ετήσιο κέρδος κυμαινόμενο από 12% ως 30%»(9).
Οπως ήταν φυσικό, η οικονομική και κοινωνικο-πολιτική ενδυνάμωση της αστικής τάξης δημιούργησε τις υλικές προϋποθέσεις της ύπαρξης αστών διανοουμένων που εξέφραζαν σε οικονομικό, φιλοσοφικό και ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο τα αστικά συμφέροντα. Και τα αστικά συμφέροντα απαιτούσαν την εθνική απελευθέρωση ως βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία ενιαίας εσωτερικής αγοράς.
Οσο, όμως, ενδυναμωνόταν ο ρόλος της ελληνικής αστικής τάξης, τόσο περισσότερο αυξάνονταν οι περιορισμοί και τα εμπόδια της οθωμανικής διοίκησης και κλιμακωνόταν η εθνοτική καταπίεση. Με αυτή την έννοια, η επανάσταση ενάντια στην οθωμανική εξουσία αναδείχτηκε ως μονόδρομος. Η επαναστατική επιβολή ενός αστικού έθνους - κράτους αποτελούσε το αναγκαίο στοιχείο για την άρση της εθνοτικής καταπίεσης και για τη συντριβή των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής, ενώ η εθνική ενότητα αποτέλεσε τη βάση της συμμαχίας της αστικής τάξης με τις εκμεταλλευόμενες και καταπιεσμένες εθνοτικά και κοινωνικά λαϊκές μάζες.
Υπ' αυτές τις συνθήκες, κάθε άλλο παρά έκπληξη αποτελεί η μαρτυρία του Σερραίου επαναστάτη Ν. Κασομούλη που φανερώνει τις κοινωνικές - ταξικές κινητήριες δυνάμεις της εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης:
«Ας εξετάση διακεκριμένως οποιοσδήποτε έλαβεν μέρος εις την Επανάστασιν, και θέλει ίδει ότι η τάξις των ξενιτευμένων λογιοτάτων και εμπόρων είναι ήτις πρώτη ετόλμησεν και εκίνησεν τον μοχλόν τούτον και έμβασεν και τους Προεστούς και τους Αρματωλούς εις τα αίματα» (10).
Ο κοινωνικός χαρακτήρας της εθνικοαπελευθερωτικής Επανάστασης του 1821, δηλαδή το αστικό της περιεχόμενο, αποτυπώθηκε και στα μετεπαναστατικά Συντάγματα (11), τα οποία ήταν σαφώς επηρεασμένα από την Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας (1774) και από τη Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (1789). Φυσικά, πρωταρχική θέση ανάμεσα στα δικαιώματα, που αναγνωρίζουν τα επαναστατικά Συντάγματα, κατείχε η αναγνώριση του δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας (12) στα μέσα παραγωγής που αποτελούσε εξάλλου εκείνη την εποχή την αιχμή του επαναστατικού δόρατος που αποσκοπούσε να τσακίσει τις φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής. Σε συνάρτηση με την αναγνώριση του δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής πρέπει να δούμε και την κατάργηση της δουλοπαροικίας.
Ακριβώς, ο συγκεκριμένος κοινωνικο-ταξικός χαρακτήρας της Επανάστασης του 1821 καθιστά απαραίτητη την κατάταξή της στους πολέμους εκείνους που βοήθησαν την κοινωνική πρόοδο, διότι κοινωνική πρόοδο για εκείνη την εποχή αποτελούσε η ανατροπή της φεουδαρχικής εξουσίας, η διαμόρφωση έθνους - κράτους και η ολόπλευρη προώθηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Γι' αυτό, η αστική επαναστατική βία της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και οι εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις αποτέλεσαν υπηρέτριες της κοινωνικής εξέλιξης (13). Μάλιστα, η Επανάσταση του 1821 αποτέλεσε ιστορικό γεγονός με απήχηση πέραν των συνόρων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, επειδή πραγματοποιήθηκε σε μια χρονική στιγμή, κατά την οποία η Ιερά Συμμαχία φάνταζε παντοδύναμη και εχθρευόταν ανοιχτά τέτοια κοινωνικο-πολιτικά κινήματα, στην προσπάθειά της να διατηρήσει μια συγκεκριμένη ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη.
Βέβαια, ο αστικός χαρακτήρας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 σε καμία περίπτωση δε σήμαινε και την αποκλειστική συμμετοχή των αστών στην επαναστατική διαδικασία. Αλλωστε, κάτι τέτοιο δεν έγινε σε καμιά αστική επανάσταση και ούτε ήταν εφικτό να γίνει εξαιτίας του μικρού πληθυσμιακού εύρους της αστικής τάξης. Στην πραγματικότητα, οι αστικές δυνάμεις κατόρθωσαν να υπερνικήσουν τη φεουδαρχική εξουσία, μόνο στο βαθμό που αναδείχτηκαν σε ηγετική δύναμη του συνόλου των υπό εκμετάλλευση μαζών και έστρεφαν την κοινή τους δράση στην εθνική απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό και στην ανατροπή της φεουδαρχικής εξουσίας.
Γι' αυτό, από τους «ισοπεδωτές» της Ενδοξης Επανάστασης μέχρι τους προλεταρίους της γαλλικής αστικής επανάστασης του 1848, τα φτωχά λαϊκά στρώματα (συμπεριλαμβανομένης της εργατικής τάξης) με την αυταπάρνηση, τις θυσίες και τον ηρωισμό τους κύλησαν προς τα εμπρός τον τροχό της κοινωνικής εξέλιξης.
Ετσι, λοιπόν, και στην Επανάσταση του 1821, δίπλα στους αστούς (εμπόρους, πλοιοκτήτες, γαιοκτήμονες που είχαν αστικοποιηθεί κ.λπ.) και τους μικροαστούς τις γραμμές των πολεμιστών πύκνωσαν η μικρή ακόμα πληθυσμιακά εργατική τάξη, οι χειροτέχνες, οι μάστορες, ο λαϊκός κλήρος και τμήματα του ανώτερου κλήρου, οι ναύτες, οι ακτήμονες και οι δουλοπάροικοι, οι αγρότες, οι εργάτες γης και έγραψαν ορισμένες από τις λαμπρότερες σελίδες της Επανάστασης.
Η ίδρυση του Ελληνικού Κράτους και η διαστρέβλωση της επαναστατικής παράδοσης του 1821
Η εξέλιξη των στρατιωτικών συγκρούσεων στη διάρκεια της Επανάστασης και ειδικότερα η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων που επέβαλε η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο όξυναν τις έριδες στις τάξεις των επαναστατών και κατέστησαν αβέβαιη τη νίκη τους. Ετσι, η Επανάσταση νίκησε μόνο έπειτα από την καταστροφή του τουρκικού και του αιγυπτιακού στόλου στη ναυμαχία του Ναυαρίνου (20/10/1827) από τους συνασπισμένους στόλους της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Ως αποτέλεσμα, οι επιλογές του νεότευκτου αστικού κράτους καθορίστηκαν εν πολλοίς από τις παρεμβάσεις των λεγόμενων «Μεγάλων Δυνάμεων». Τμήμα των παρεμβάσεών τους αποτελούσε και η εγκαθίδρυση του θεσμού της βασιλείας, η οποία στην Ελλάδα δεν αποτελούσε κατάλοιπο του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής. Υπό το θεσμό της βασιλείας και τη σφραγίδα της εθνικής ενότητας πραγματοποιήθηκε η συμμαχία και η συμπόρευση των καινούριων εκμεταλλευτών.
Γι' αυτό, στο νέο μετεπαναστατικό πλαίσιο, η επίσημη αποτύπωση και διδασκαλία της Επανάστασης του 1821, επιθυμώντας το συγκερασμό των αντιμαχόμενων μερίδων των εκμεταλλευτών, ανέδειξε μόνο την εθνικοαπελευθερωτική της πλευρά και προσπάθησε να ακυρώσει το ταξικό της περιεχόμενο, εμφανίζοντάς την ως μοναδικό προϊόν της φυλετικής ενότητας και στηριγμένη στην κοινή θρησκευτική πίστη. Στο ίδιο πλαίσιο, ως επίσημη μέρα γιορτασμού της Επανάστασης του 1821 καθιερώθηκε η 25η Μαρτίου, δηλαδή η ημερομηνία που συμπίπτει με το γιορτασμό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, παρότι η Επανάσταση είχε ξεκινήσει νωρίτερα (17 Μάρτη στη Μάνη). Η συγκεκριμένη κυρίαρχη αντιμετώπιση της Επανάστασης έκανε τον Δημήτρη Φωτιάδη να υποστηρίξει:
«Το Εικοσιένα, όπως το ξέρουμε μέσα από την επίσημη ιστορική παράδοση, μοιάζει με τ' αναστραμμένο είδωλο που βλέπουμε να καθρεφτίζεται στα θολά νερά μιας λίμνης. Είναι βέβαια η ίδια εικόνα, μα δοσμένη από την ανάποδη. Για να γνωρίσει κανείς το αληθινό Εικοσιένα, πρέπει να σκύψει πάνω σ' άλλα κείμενα, σ' εκείνα που προετοίμασαν το σηκωμό, σ' αυτά που γράφτηκαν όσο βρόνταγε το καριοφίλι κι άστραφτε το γιαταγάνι και στ' απομνημονεύματα των αγωνιστών - του Μακρυγιάννη, του Κολοκοτρώνη, του Φωτάκου, του Σπυρομήλιου, του Περραιβού, του Σπηλιάδη και τόσων άλλων»(14).
Η αστική τάξη χρησιμοποίησε αρχικά τις επαναστατικές περγαμηνές για να δικαιολογήσει την επιβολή της απέναντι στη νέα υπό εκμετάλλευση τάξη στον καπιταλιστικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, την εργατική τάξη. Ωστόσο, η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής όλο και πιο εντεινόμενα έφερνε στο προσκήνιο την εργατική τάξη ως εκμεταλλευόμενη τάξη και νέα ηγέτιδα δύναμη της κοινωνικής προόδου:
«Εδώ έχουμε μια ιδιομορφία της αστικής τάξης απέναντι σε όλες τις προηγούμενες κυρίαρχες τάξεις: Στην εξέλιξή της υπάρχει ένα σημείο καμπής, πέρα από το οποίο κάθε παραπέρα αύξηση των μέσων εξουσίας της, κατ' αρχήν του κεφαλαίου της, έχει σαν μόνο αποτέλεσμα να την κάνει όλο και πιο ανίκανη για πολιτική κυριαρχία. "Πίσω από τους μεγάλους αστούς βρίσκονται οι προλετάριοι"»(15).
Τότε οι αστοί άρχισαν να εγκαταλείπουν την επαναστατική τους παράδοση, ακριβώς για να αποκρύψουν ότι και η δική τους εξουσία ήταν το αποτέλεσμα της ασυμφιλίωτης και με όλα τα μέσα αντιπαράθεσης με τη φεουδαρχική εξουσία. Υποκαθιστώντας τον αντιδραστικό ρόλο των φεουδαρχών επιδίωξαν όλο και περισσότερο να παρουσιάσουν μεταφυσικά την εξουσία τους ως τον τελευταίο και ανυπέρβλητο σταθμό της ιστορίας της ανθρωπότητας. Μαζί τους συντηρητικοποιήθηκε και η κυρίαρχη αστική ιδεολογία. Η αστική ηγεμονία μετατράπηκε σε αστική βία και εκμετάλλευση. Ο αστικός εθνικισμός από επαναστατικό όπλο ανατροπής των αντιδραστικών φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής μεταλλάχθηκε σε όπλο αναδιανομής της λείας των εκμεταλλευτών στα σφαγεία των ιμπεριαλιστικών πολέμων. Η αστική τάξη από πρωτοπόρα δύναμη της κοινωνικής εξέλιξης μετατράπηκε σε τροχοπέδη της.
Τα διδάγματα της Επανάστασης του 1821
Στις μέρες μας πραγματικά διδάγματα από την Επανάσταση του 1821 δεν μπορούν να αφορούν τη μηχανιστική μεταφορά των μηνυμάτων και των προσταγμάτων της σε μια άλλη ιστορική εποχή με εντελώς διαφορετικές συνθήκες ταξικής πάλης. Διότι, αυτό που τότε αποτελούσε παράγοντα κοινωνικής προόδου σήμερα συνιστά φορέα συντήρησης, αντίδρασης. Αυτό που τότε απελευθέρωνε την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, σήμερα τις καταστρέφει στο βωμό της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης (αλλά και σε φάσεις ανάπτυξης) και στα σφαγεία των ιμπεριαλιστικών πολέμων.
Επομένως, βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου (για την ακρίβεια λαμβάνουν το μέρος ενός ιμπεριαλιστικού οργανισμού έναντι άλλων) όσα κόμματα και διάφοροι άλλοι θεωρούν πως η Επανάσταση του 1821 μάς διδάσκει την επικαιρότητα του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία. Επιδιώκουν να γυρίσουν το ρολόι της ταξικής πάλης δύο αιώνες πίσω και με αυτόν τον τρόπο να αποκρύψουν τις ευθύνες της αστικής τάξης για την εκμετάλλευση και τα δεινά της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων στρωμάτων. Μιας τάξης που συμμετέχει στη διανομή της λείας μέσω ΕΕ και ΝΑΤΟ, που θέλει το Μάαστριχτ, το ευρώ, γενικά την υλοποίηση της στρατηγικής της ΕΕ (μνημόνια κ.λπ.). Μέσω των διακηρύξεων περί «εθνικής ανεξαρτησίας» ή περί μετώπου ενάντια στη «νέα κατοχή» κι άλλα παρόμοια, επιχειρούν να εγκλωβίσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια στα στεγανά της διατήρησης του σάπιου καπιταλιστικού εκμεταλλευτικού συστήματος, την ίδια ώρα που η αστική τάξη βγαίνει κερδισμένη και φορτώνει τα δεινά της κρίσης στην πλάτη του λαού.
Η δημιουργική αξιοποίηση των διδαγμάτων της Επανάστασης του 1821 απαιτεί απαντήσεις για τα σημερινά ερωτήματα της ταξικής πάλης.
Η κοινωνική πρόοδος απαιτεί πλέον την επαναστατική άρνηση της αστικής εξουσίας, προκειμένου να αρθεί η καπιταλιστική αντίφαση ανάμεσα στη συνεχώς διευρυνόμενη κοινωνικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας και την ατομική ιδιοποίηση του κοινωνικού πλούτου. Αυτό εκφράζει το σύνθημα του ΚΚΕ «μονομερής διαγραφή του χρέους, έξοδος από την ΕΕ με εργατική - λαϊκή εξουσία και κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής». Αντικειμενικό ταξικό συμφέρον από αυτή την επαναστατική διαδικασία έχει πρωτίστως η εργατική τάξη, η οποία παράγει τον κοινωνικό πλούτο. Ωστόσο, για την οργάνωση και την επιτυχία του αγώνα της, όπως τότε η αστική τάξη είχε καθοδηγητική πρωτοπόρα δύναμη τη «Φιλική Εταιρεία», η εργατική τάξη σήμερα δε γίνεται να έχει άλλη ηγετική δύναμη από το Κομμουνιστικό Κόμμα, τη δική της επαναστατική πρωτοπορία.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα αναλαμβάνει στις σύγχρονες συνθήκες όχι μόνο να καθοδηγήσει την εργατική τάξη στον αντικαπιταλιστικό - αντιμονοπωλιακό της αγώνα, αλλά και να πρωτοστατήσει στη διαμόρφωση της συμμαχίας της με τα καταπιεζόμενα στρώματα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Για την εκπλήρωση αυτού του σκοπού παλεύει να διαμορφώσει τη Λαϊκή Συμμαχία, που να συμπεριλαμβάνει όλους όσοι η ικανοποίηση των συμφερόντων τους δεν μπορεί να χωρέσει στα όρια της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας. Η ταξική τους απελευθέρωση δε θα τους χαριστεί από κανέναν, αλλά απαιτεί τη συνεχή, αδιάκοπη και με θυσίες πάλη μέχρι την ανατροπή της αστικής εξουσίας, την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας και την οικοδόμηση μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο!
Η πάλη αυτή χαρακτηρίζεται από τη σκληρή ταξική σύγκρουση για την ανατροπή των εκμεταλλευτών. Ακριβώς γι' αυτό το λόγο, η εργατική τάξη είναι αναγκαίο να αντιμετωπίζει τον ταξικό συσχετισμό δύναμης (εσωτερικό και διεθνή) όχι ως πάγιο και αμετάβλητο, αλλά ως ανατρέψιμο μέσω της αντιμονοπωλιακής γραμμής συσπείρωσης και τελικά της επαναστατικής δράσης. Η εργατική τάξη και οι εκμεταλλευόμενοι θα αποκτήσουν την ταξική τους χειραφέτηση, μόνο στο βαθμό που θα αντιληφθούν ότι οι Σουλτάνοι και οι Ιερές Συμμαχίες του καιρού τους αποδεικνύονται γίγαντες με πήλινα πόδια όταν οι λαοί αποφασίσουν να τους ανατρέψουν.
Βιβλιογραφία
1. Βλαντιμίρ Λένιν, Από τη διάλεξη πάνω στο θέμα «Το προλεταριάτο και ο πόλεμος» στο Βλαντιμίρ Λένιν, Για τους δίκαιους και άδικους πολέμους, Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1986, σ. 19.
2. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 1, σ. 352.
3. Καρλ Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2010, σ. 19.
4. Επειτα από την ήττα των γαλλικών στρατευμάτων στη «Μάχη των Εθνών» και την κατάληψη του Παρισιού (31/3/1814) στη Γαλλία παλινορθώθηκε η δυναστεία των Βουρβόνων.
5. Κολοκοτρώνης Θ., Διηγήσεις των συμβάντων της Ελληνικής Φυλής, Εκδόσεις «Εστία», Αθήνα 1889, σελ. 49.
6. Ρήγας Φεραίος, Νέα Πολιτική Διοίκησις, Εκδόσεις «Το Ποντίκι», Αθήνα χ.χ.
7. Γ. Λ. Αρς, Η μυστική οργάνωση «Φιλική Εταιρεία», Εκδόσεις «Το Λαϊκό Βιβλίο», Αθήναι 1966, σ. 63-64.
8. Δ. Βλάμη: «Το ελληνικό εμπόριο και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι», στο «Ε-Ιστορικά», 6 Φλεβάρη 2003, σελ. 10.
9. Κ. Μοσκώφ, Ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, Εκδόσεις «Καστανιώτη», Αθήνα 1988, σελ. 79.
10. Ν. Κασομούλη, Ενθυμήματα στρατιωτικά, εκδ. «Πάγκειος Επιτροπή», τ. 3, σελ. 625-626.
11. Συλλογή περί την Αναγεννωμένην Ελλάδα συνταχθέντων πολιτευμάτων, νόμων και επίσημων πράξεων (Από το 1821 μέχρι τέλους του 1832), Εκδόσεις Ανδρέου Ζ. Μαμούκα, Πειραιεί 1839.
12. Αννα Ιωαννίδου, Το ατομικό δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας στα ελληνικά επαναστατικά συντάγματα.
13. Φρίντριχ Ενγκελς, «Απαραίτητες και περιττές κοινωνικές τάξεις» στο Φρίντριχ Ενγκελς, Κείμενα για την Οικονομία και την Πολιτική, Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2010, σ. 202-206.
14. Δημήτρης Φωτιάδης όπως παρατίθεται στο Γιάννης Σκαρίμπας, Το '21 και η αλήθεια, Εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1975, τ. 1, σ. 15
15. Φρίντριχ Ενγκελς, Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία, Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1991, σ. 22.
πηγή: Ριζοσπάστης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου