Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ... στη φωτιά της μεγάλης οργής μας και της αγίας ελπίδας μαςΠενήντα χρόνια από το θάνατό του





Μέλπω Αξιώτη και Ναζίμ Χικμέτ, το 1951 στο Βερολίνο
«Απερίγραπτη λένε, η φτώχεια της Ισταμπούλ. Η πείνα θερίζει τους ανθρώπους. Βουλιάζουν λένε στο χτικιό. Κι οι κοπελίτσες, έτσι λένε. Στα θεωρεία του σινεμά και στα χαλάσματα. Ασχημα τα νέα για τη μακρινή μου πολιτεία. Την πολιτεία των τίμιων των εργατικών. Και των πτωχών ανθρώπων. Για την αληθινή μου Ισταμπούλ. Την πολιτεία που μένεις πολυαγαπημένη μου. Την πολιτεία που κουβαλάω. Πάνω στους ώμους μου. Μες στο σακί μου. Από εξορία σε εξορία. Από φυλακή σε φυλακή»... (Ναζίμ Χικμέτ)


Πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν (3/6/1963) από το θάνατο του μεγάλου Τούρκου, κομμουνιστή επαναστάτη ποιητή, Ναζίμ Χικμέτ. Οι «κληρονόμοι» του αγώνα του, το σημερινό λαϊκό κίνημα της χώρας του, με πρωτοπόρους τους κομμουνιστές, με την αντίστασή τους στη βία που ασκεί καθημερινά πάνω τους το καθεστώς της Τουρκίας με τις «ευλογίες» του αμερικανικού και ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, συνεχίζουν τον αγώνα. Το έργο του ποιητή, πάντα σύγχρονο ακόμη και στη μορφή του, εξακολουθεί να εμπνέει τους αγώνες όχι μόνο του δικού του λαού, αλλά και όλων των λαών του κόσμου. Στο πρόσωπο του Χικμέτ τιμάμε τον διαχρονικό επαναστάτη διανοούμενο.

Ο Ναζίμ Χικμέτ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 15 Γενάρη 1902. Ο πατέρας του υπηρετούσε στο υπουργείο Εξωτερικών, έκανε μάλιστα για λίγο και Πρόξενος στο Αμβούργο κι όταν απολύθηκε έκανε τον διαχειριστή σε κινηματογραφικές αίθουσες. Η μητέρα του, Αϊσέ Τζελιέ Χανούμ, ήτανε ζωγράφος. Ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευση στην Κωνσταντινούπολη κι ύστερα γράφτηκε στη Ναυτική Σχολή Χάλκης, το 1918, κάτω από τη διοίκηση του Κεμάλ Πασά. Οταν αποφοίτησε μπήκε στο πολεμικό σκάφος Hamidiye ως εκπαιδευόμενος αξιωματικός καταστρώματος. Ωστόσο, η σταδιοδρομία του στο Ναυτικό σταμάτησε απότομα, γιατί αρρώστησε από πλευρίτη στη διάρκεια μιας νυχτερινής βάρδιας (1919) και δεδομένου ότι δεν μπόρεσε ν' ανακτήσει την υγεία του, απαλλάχτηκε σαν άτομο με ειδικές ανάγκες (1920). Ανέλαβε καθηγητής στην Ανατολία, στο γυμνάσιο Bolu, για σύντομο διάστημα (1921). Επηρεάστηκε από τη ρωσική επανάσταση, πήγε στη Μόσχα και σπούδασε στη Σχολή Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών της Μόσχας (1922 - 1924). Εκτός, όμως, από την ακαδημαϊκή μόρφωση, ο Χικμέτ είχε την ευκαιρία να εμβαθύνει στη μαρξιστική φιλοσοφία και ιδεολογία, αλλά και να γνωρίσει προσωπικά τον, κατά έξι χρόνια μεγαλύτερό του, μεγάλο ποιητή του Οχτώβρη, Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι.

Λογική συνέχεια της μέχρι τότε πορείας του νεαρού ποιητή και επαναστάτη ήταν η στράτευσή του, το 1923, στο παράνομο Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας. Ενα χρόνο αργότερα, επιστρέφει στην Τουρκία και αρχίζει να γίνεται γνωστός. Στη γνωριμία του έργου του ποιητή με το ευρύ κοινό βοηθά και η ιδιόμορφη κοινωνικοπολιτική κατάσταση της Τουρκίας εκείνη την εποχή, η οποία, αν και έχει το Τούρκικο ΚΚ στην παρανομία, ωστόσο, η αστική κεμαλική δημοκρατία δεν έχει περάσει ακόμη στην πλήρη αντιδραστική της φάση. Ετσι, ο Χικμέτ γράφει ελεύθερος τα έργα του, τα απαγγέλλει στο ραδιόφωνο της Κωνσταντινούπολης, ηχογραφούνται και κυκλοφορούν παντού. Παράλληλα, εργάζεται σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες που φιλοξενούν και ποιήματά του. Συγχρόνως, ο ποιητής γνωρίζει από κοντά την ανυπόφορη ζωή και την εξαθλίωση της εργατικής τάξης της χώρας του, για την οποία δεν έχει αλλάξει τίποτα, ουσιαστικά, από την εποχή των πασάδων.
Η περίοδος, όμως, της αλογόκριτης «ευφορίας» πέρασε πολύ γρήγορα για την Τουρκία του μεσοπολέμου και φυσικά και για τον ποιητή. Αρχίζει η περίοδος που ο Χικμέτ θα αρχίσει να αισθάνεται την πολύπλευρη πίεση του καθεστώτος, ενώ θα δει και τον φίλο του Νουρετίν να προσχωρεί στις εθνικιστικές απόψεις του «τουρκισμού» και στην αντίδραση. Ηδη έχει αρχίσει να χρησιμοποιεί στα άρθρα του στις εφημερίδες ψευδώνυμο (Ορχάν Σελίμ). Το 1925 ο Χικμέτ ξαναπάει στην ΕΣΣΔ και επιστρέφει το 1928. Ενώ βρίσκεται σε δημιουργική έξαρση και γράφει ασταμάτητα όλα τα είδη του λόγου με την ποίηση να βρίσκεται σε πρώτη προτεραιότητα, το καθεστώς αρχίζει να τον κυνηγά: Σχεδόν μετά από κάθε έκδοση έργου του, ακολουθεί δίκη. Η καταστολή όμως δεν μπορεί να σταματήσει την αυξανόμενη απήχησή του στο λαό. Συλλαμβάνεται και καταδικάζεται για τα επαναστατικά του φρονήματα. Μπαίνει στη φυλακή για 3 μήνες (1928). Επειτα, εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη κι εργάζεται σε διάφορα περιοδικά, εφημερίδες και σε κινηματογραφικά στούντιο. Εκδίδει τα πρώτα βιβλία ποίησης και γράφει συνεχώς (1928 - 1932). Συλλαμβάνεται ξανά το 1931, αλλά στο δικαστήριο, από κατηγορούμενος, γίνεται κατήγορος κι αναγκάζονται να τον αθωώσουν. Την επόμενη χρονιά, τον ξαναπιάνουν και καταδικάζεται σε 40 χρόνια φυλακή. Οι διανοούμενοι ξεκινούν μεγάλη εκστρατεία, ζητώντας την αμνηστία του. Κάτω από την πίεση της παγκόσμιας κατακραυγής, το καθεστώς αναγκάζεται να απελευθερώσει τον ποιητή, ο οποίος είχε ξεκινήσει απεργία πείνας, το 1950, μετά από 13 χρόνια φυλακής. Την ίδια χρονιά τιμάται με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης. Ωστόσο, παρακολουθείται συνεχώς. Αρχίζει και πάλι να εργάζεται ως σεναριογράφος αλλά οι πιέσεις συνεχίζονται. Το 1951, 49 χρόνων πια, άρρωστος και σε τρομερά δύσκολη θέση, φοβούμενος απόπειρα κατά της ζωής του, αποδέχεται τη συμβουλή του γνωστού, σύγχρονου, θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Refik Erduran κι αυτοεξορίζεται. Με ρουμάνικο σκάφος διαπλέει τη Μαύρη Θάλασσα και περνά στη Ρωσία και πιο συγκεκριμένα στη Μόσχα. Από κει πηγαίνει στο Βερολίνο, όπου μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα με πάνω από 500 άτομα, δίνει ένα αγωνιστικό ρεσιτάλ και καταχειροκροτείται σαν ελεύθερος πλέον αγωνιστής ποιητής. Ταξιδεύει σε πολλές χώρες και το 1952 εκλέγεται μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης. Χωρίς να σταματήσει να γράφει, περνά την υπόλοιπη ζωή του στη Μόσχα. Τα ξημερώματα της 3ης Ιούνη 1963, η μεγάλη καρδιά, που χώρεσε όλον τον κόσμο, έπαψε να χτυπά. Ο ποιητής θα ανακτήσει την τουρκική υπηκοότητα που του είχε αφαιρεθεί το 1951, σχεδόν μισό αιώνα μετά το θάνατό του.

Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από το γνωστό Τούρκο συνθέτη Ζουλφού Λιβανελί, ενώ αρκετά σε μετάφραση - απόδοση Γιάννη Ρίτσου, μελοποιήθηκαν από τον Μάνο Λοΐζο, αλλά και από τον Θάνο Μικρούτσικο.

«Χλιαροί και παλλόμενοι σαν το αίμα που πηδάει από μια φλέβα/ αρχίσαν να φυσάν οι άνεμοι/. Ακούω τους ανέμους/Αργοπορεί ο σφυγμός/ Στις κορφές του Ουλουντζά θα χιονίσει/ Και κει ψηλά οι αρκούδες/ Μεγαλόπρεπες κι εξαίσιες θα κοιμούνται/ Πάνου στα κόκκινα φύλλα των καστανιών/. Στην πεδιάδα γυμνώνουνται οι λεύκες/. Οπου να `ναι θα κλειστούνε τα μεταξοσκούληκα/ Οπου να `ναι θα τελειώσει το χινόπωρο/ Οπου να `ναι κι η γη θα ξαναμπεί μέσα στου τοκετού τον ύπνο/. Κι εμείς θα περάσουμε ακόμη ένα χειμώνα/ Ζεσταίνοντας τα χέρια μας στη φωτιά της μεγάλης οργής μας/ Και της αγίας ελπίδας μας».




«Αδέλφια μου Ελληνες»




Ο Ναζίμ Χικμέτ στο βήμα του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης
Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός της Βαρσοβίας στις 19/8/1952 μετέδωσε γράμμα που απηύθυνε ο μεγάλος Τούρκος ποιητής και μέλος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης Ναζίμ Χικμέτ προς τον ελληνικό λαό. Στο γράμμα του ο Ναζίμ Χικμέτ ανάμεσα στ' άλλα λέει:



«Αδέλφια Ελληνες,

Υπάρχουν δύο Τουρκίες και δύο Ελλάδες. Η αληθινή και η ψεύτικη. Η ανεξάρτητη και η δουλική. Η μια είναι η Ελλάδα του Μπελογιάννη και των χιλιάδων Ελλήνων πατριωτών που υποφέρουν στις φυλακές. Η πατρίδα του ελληνικού λαού. Αυτή είναι η γνήσια Ελλάδα. Είναι η Τουρκία με τους χιλιάδες Τούρκους πατριώτες, που σαπίζουν στα μπουντρούμια. Η Τουρκία του τούρκικου λαού. Αυτή είναι η γνήσια Τουρκία.

Υπάρχουν και η Τουρκία και η Ελλάδα του Μεντερές και του Πλαστήρα. Είναι οι επίσημες, όχι οι πραγματικές. Είναι αυτές που με τους ελάχιστους υποστηριχτές τους, ξεπούλησαν και τις δύο χώρες στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.

Τώρα τελευταία, κάτω απ' τις αμερικάνικες ευλογίες, ο Μεντερές και ο Πλαστήρας έσφιξαν τα χέρια στην Αθήνα. Τα ματωβαμμένα χέρια τους, που στέλνουν Τούρκους και Ελληνες στρατιώτες στην Κορέα. Τα ματωβαμμένα χέρια τους που ετοιμάζουν νέο πόλεμο. Εβγαλαν και επίσημο ανακοινωθέν και μίλησαν για ελληνοτουρκική φιλία. Τη φιλία αυτή την καταλαβαίνουμε όλοι.

Να χτυπούν μαζί τους αγωνιστές του τούρκικου και ελληνικού λαού, που παλεύουν για την ανεξαρτησία, ειρήνη και ελευθερία. Να αλέσουν στον ίδιο αμερικάνικο κρεατόμυλο, παιδιά του ελληνικού και του τούρκικου λαού. Να υποχρεώσουν το λαό της Τουρκίας και της Ελλάδας, να σκύβει το κεφάλι και να προσκυνάει τα αφεντικά τους και τα αφεντικά των αφεντικών τους.

Ομως οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας, δίνουν πέρα για πέρα διαφορετικό νόημα στην ελληνο-τουρκική φιλία. Γι' αυτούς η φιλία σημαίνει κοινό αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας τους. Για την εθνική ανεξαρτησία, για την ευτυχία, για να μπορούν να γεύονται πλάι πλάι στο αδελφικό τραπέζι της φιλίας το ψωμί και τις ελιές του τόπου τους.

Ο τούρκικος και ο ελληνικός λαός, θέλει να στείλει στο διάβολο τους ξένους καταχτητές. Τους εμπειρογνώμονες για τα βασανιστήρια, και τους εμπειρογνώμονες για την οικονομική καταστροφή.

Στις καρδιές του τούρκικου και του ελληνικού λαού, υπάρχουν τα ίδια αισθήματα. Αγάπη στις πατρίδες τους, αγάπη στη ΣΕ, τις Λ. Δημοκρατίες, τη Μεγάλη Λαϊκή Κίνα. Κάθε εξαρτημένο και μισοεξαρτημένο λαό, που αγωνίζεται για την εθνική ανεξαρτησία. Αγάπη για τον κορεάτικο λαό. Αγάπη για τους τίμιους Αμερικανούς. Αυτή τη σημασία έχει η φιλία ανάμεσα στον τούρκικο και τον ελληνικό λαό.

Φίλοι μου Ελληνες.

Πρέπει ν' αγωνιστούμε μαζί, χέρι με χέρι για την εθνική ανεξαρτησία των χωρών μας, για τη δημοκρατία ενάντια σε κάθε εκδήλωση φασισμού, ενάντια στους ιμπεριαλιστές. Ετσι η φιλία μας θα γίνεται μέρα με τη μέρα πιο ισχυρή.

Σαν εκπρόσωπος του λαού μου, μπορώ να σας πω, ότι ο τούρκικος λαός αγαπάει τον ελληνικό λαό και νιώθει θαυμασμό, για τα ηρωικά του κατορθώματα. Μπορώ να σας πω, ότι οι Τούρκοι αγωνιστές μάθαιναν ακόμα και μέσα στη φυλακή, τα νέα από τους απελευθερωτικούς αγώνες του λαού και του λαϊκού σας στρατού. Μπορώ να σας πω, ότι παρακολουθούσαν τα γεγονότα στην Ελλάδα με δάκρυα στα μάτια. Ο τούρκικος λαός ήταν στο πλευρό του ελληνικού λαού, στις τραγικές και ηρωικές αυτές μέρες και θα είναι και στο μέλλον πάντα στο πλευρό του.

Αδέλφια μου Ελληνες.

Εδώ και δέκα μέρες βρίσκομαι στην Ουγγαρία. Η Ουγγαρία είναι μια απ' αυτές τις θαυμάσιες χώρες που μεσ' τη λεύτερη και ειρηνική ζωή χτίζουν την ευτυχία τους. Σ' αυτό το ανεξάρτητο και αυτοκυβερνούμενο κράτος, κανείς δεν κάνει προπαγάνδα για πόλεμο.

Επισκέφθηκα μια θαυμάσια κατασκήνωση πιονέρων στη Βουδαπέστη, όπου βρήκα επίσης και Ελληνόπουλα. Ολα ήταν ροδοκόκκινα σαν τα μήλα της πατρίδας μας. Παίζαν, τρέχαν, τραγουδούσαν και μάθαιναν μαζί με τα αδελφάκια τους τα Ουγγαρεζόπουλα. Οταν περνούσαμε από μπροστά τους ένα μικρό κοριτσάκι ρίχτηκε στο λαιμό μου, και φώναξε ζωηρά: "Να φτιάσετε τέτοιες κατασκηνώσεις, όσο μπορείτε γρήγορα και για τα αδέλφια μας στην Ελλάδα και την Τουρκία". Δάκρυσα και της έδωσα την υπόσχεση ότι οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας, θα γίνουν γρήγορα ανεξάρτητοι και ελεύθεροι.

Φίλοι μου

Σας μιλώ σαν ένας τίμιος άνθρωπος, σαν φίλος, σαν ποιητής του λαού μου, σαν ένας πατέρας, και σας λέω, ότι τα παιδιά που ζούνε εδώ στην Ουγγαρία, ζούνε κάτω από τις καλύτερες συνθήκες. Είναι όλα γερά. Δεν κόβουν τους δεσμούς τους με το λαό τους. Μιλούν όλα θαυμάσια ελληνικά. Ο λαός της Ουγγαρίας τους παραστέκεται στοργικά. Ολα αυτά ζητούν από σας, να λευτερώσετε την Ελλάδα από τα νύχια των ιμπεριαλιστών και φασιστών. Να φτιάσετε μια ανεξάρτητη, λεύτερη, ευτυχισμένη Ελλάδα. Ετσι τα παιδιά του λαού θάχουν δικαίωμα στο γέλιο και στη χαρά».

Αυτοβιογραφία...




...«Τριών χρονών, εγγονός του Πασά, βρισκόμουν / στη Δαμασκό, / στα δεκαεννιά μου φοιτητής στη Μόσχα, / στα σαράντα εννιά πάλι στη Μόσχα / κι από τα δεκατέσσερά μου γράφω στίχους.



Αλλος ξέρει τα χόρτα ένα προς ένα, / άλλος ξέρει τα είδη όλων των ψαριών, / εγώ έμαθα κάθε είδος χωρισμού. / Αλλος γνωρίζει απ' έξω όλα τα ονόματα των άστρων, /

Εγώ έμαθα όλα τα ονόματα των πόθων / κι όχι μόνο τα ονόματα.

Κοιμήθηκα σε φυλακές και σε ξενοδοχεία μεγάλα, / πείνασα, στη φυλακή έκαμα απεργία πείνας / και, θαρρώ, δεν υπάρχει φαγητό / που να μην το 'χω δοκιμάσει.

Στα τριάντα μου θέλησαν να με κρεμάσουν, / στα σαράντα οχτώ μου μού 'δωσαν το Βραβείο Ειρήνης, / στα τριάντα έξι μου πέρασα έξι μήνες / σ' ένα κελί από μπετόν τεσσάρων μέτρων. / Στα πενήντα εννιά μου πέταξα σε δεκαοχτώ ώρες / από την Πράγα στην Αβάνα.

Τον Λένιν, όχι, δεν τον είδα, / μα στα 1924 / στάθηκα φρουρός πλάι στο φέρετρό του / κ' η επίσκεψή μου, στα 1961, / στο Μαυσωλείο του, / γράφτηκε στα βιβλία...

Σε τριάντα μπορεί και σε σαράντα γλώσσες / τυπώθηκαν όσα έγραψα, μα στην Τουρκία, / στη μητρική μου γλώσσα, / απαγορεύονται»...

                                           (Ανατολικό Βερολίνο, 11 Σεπτέμβρη 1962).

Αν η μισή μου καρδιά


Αν η μισή μου καρδιά βρίσκεται, γιατρέ, εδώ πέρα

η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται

με τη στρατιά που κατεβαίνει προς το κίτρινο ποτάμι

Η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται.

Κι ύστερα, γιατρέ, την κάθε αυγή

την κάθε αυγή, γιατρέ, με τα χαράματα

πάντα η καρδιά μου στην Ελλάδα τουφεκίζεται.

Κι ύστερα, δέκα χρόνια, γιατρέ,

που τίποτα δεν έχω μες στα χέρια μου

να δώσω στο φτωχό λαό μου,

τίποτα πάρεξ ένα μήλο

Ενα κόκκινο μήλο

Την καρδιά μου.

Σαν τον Κερέμ


Τον έλεγαν Κερέμ κι αγάπησε πολύ

κι απ' τον βαρύ σεβντά τον άρπαξε η φωτιά

και κάηκε ο Κερέμ π' αγάπησε πολύ

κι έχει στάχτη γενεί μες στην Ανατολή.

Μου λεν πως θα καώ κι εγώ σαν τον Κερέμ

με τούτη την φωνή που καίει την ψυχή.

Μολύβι ο καιρός κι ο άνεμος πικρός,

βάλτε όλοι σκοπό ν' αλλάξει ο καιρός.

Φωνάζω κι ας καώ κι εγώ σαν τον Κερέμ:

Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ,

αν δεν καούμε εμείς ν' ανάψει πυρκαγιά,

πώς θέλεις να γενεί να φύγει η σκοτεινιά.

Για να λάμψει η νύχτα πώς θέλεις να γενεί,

αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ.

Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο


Εχω απάνω στο τραπέζι μου

τη φωτογραφία του ανθρώπου

με το άσπρο γαρούφαλο -

που τον ντουφέκισαν

στο μισοσκόταδο

πριν απ' την αυγή,

κάτω απ' το φως των προβολέων.

Στο δεξί του χέρι

κρατάει ένα γαρίφαλο

που 'ναι σα μια φούχτα φως

απ' την ελληνική θάλασσα.

Τα μάτια του τα τολμηρά,

τα παιδικά,

κοιτάζουν, άδολα,

κάτω από τα βαριά μαύρα τους φρύδια.

Ετσι άδολα -

όπως ανεβαίνει το τραγούδι

σα δίνουν τον όρκο τους

οι κομμουνιστές.

Τα δόντια του είναι κάτασπρα -

ο Μπελογιάννης γελά.

Και το γαρίφαλο στο χέρι του

είναι σαν το λόγο που 'πε στους ανθρώπους

τη μέρα της λεβεντιάς -

τη μέρα της ντροπής.

Αυτή η φωτογραφία

βγήκε στο δικαστήριο

ύστερ' απ' την καταδίκη σε θάνατο.

(Ναζίμ Χικμέτ, Απρίλης 1952)
πηγη:   Ριζοσπάστης  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου