«Μου είπε πριν από τρία χρόνια ότι θέλει χέρια για δουλειά. Μου είπε «φέρε και τους γιους σου και τα ανίψια σου» και τώρα μου χρωστάει 16.000 ευρώ, 4.000 για κάθε ένα από τα παιδιά», λέει ο Μοχάμαντ Γιουνάς
Σε «κοταριό» πέντε αστέρων ζουν στοιβαγμένοι και απλήρωτοι 110 Πακιστανοί. Μερικοί από τους συνολικά εκατοντάδες που διαμένουν στα εγκαταλειμμένα ορνιθοτροφεία των Μεγάρων, βιώνοντας μιαν άλλη... Μανολάδα. Αυτοί, κι όχι οι κότες, κάνουν τα «χρυσά αβγά», δουλεύοντας 12-15 ώρες την ημέρα, στα γύρω περιβόλια, χωρίς να πληρώνονται.
Ξημέρωμα στο παλαιό πτηνοτροφείο. Στις 40 «κούρνιες» του, τώρα αντηχούν urdu και μουσουλμανικές προσευχές. Μια καρδιά ζωγραφισμένη με κιμωλία στη μάντρα. Περικυκλώνει το όνομα της πόλης που οι ένοικοι αποχωρίστηκαν πριν από χρόνια και τώρα νοσταλγούν. «Ωραία Λαχώρη. Καλύτερα εκεί τώρα», λέει ο Γιάσερ, νόμιμος μετανάστης, ένας από τους ενοίκους. Απίστευτο, αλλά άνθρωποι πληρώνουν για να μείνουν εδώ. «Το ενοίκιο φτηνό, 40 ευρώ τη μέρα για κάθε δωμάτιο με 3-4 ανθρώπους μέσα».
Ο Γιάσερ κοιμάται πάνω σε ένα αφρολέξ -το οποίο αποκαλεί «κρεβάτι»- ενώ προσκέφαλό του κάποτε ήταν μια φωλιά. Τότε βέβαια, όταν το πτηνοτροφείο λειτουργούσε, ο 30χρονος Γιάσερ ήταν παιδί και από το κρεβάτι του στο Πακιστάν ονειρευόταν, όπως λέει, «την Ευρώπη».
«Νερό έχουμε. Είναι κρύο το χειμώνα. Δεν πειράζει όμως», λέει χαμογελώντας στωικά. Ενας θερμοσίφωνας δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες 110 άτομων. «Δεν προλαβαίνεις ζεστό». Τρία ρολόγια ρεύμα «2.200 το τρίμηνο, το πληρώνουμε από την τσέπη μας», δίνουν ενέργεια στα περίπου 10 παλιά και θορυβώδη ψυγεία. Τα βράδια στην ησυχία του πτηνοτροφείου, ακούγονται σαν γρι-γρι. Ο Γιάσερ μού δείχνει τις φωτογραφίες των παιδιών του στο κινητό. «Ζουν από μένα», λέει. Τα καλοκαίρια όλοι κοιμούνται στην αυλή.
Η ένταση στα κινητά δυναμώνει, τα αραβικά τραγούδια μπλέκονται με τα ελληνικά - οι παλιότεροι, όπως ο Χάιντερ, ακούν «Παντελίδη και Κιάμο». Αυτή είναι η μόνη τους διασκέδαση και ο διαγωνισμός περιστεριών. Πριν από μία εβδομάδα, η αυλή αντηχούσε χειροκροτήματα και συνθήματα. Ηταν βραδιά... σπορ. Τα μεγάλα κλουβιά άνοιξαν και ξεκίνησε ο αγώνας - ποιο περιστέρι θα αντέξει περισσότερη ώρα στον αέρα. Η μεγάλη μάχη δίνεται όμως το πρωί. Και είναι προσωπική. Ποιος θα αντέξει -πολλές φορές σε ακραίες καιρικές συνθήκες- 15 ώρες σκληρής δουλειάς στο χωράφι;
«Στα Μέγαρα ζουν σήμερα περίπου 1.000 νόμιμοι και 700 παράνομοι Πακιστανοί», λέει ο Σαμπίρ, πρόεδρος της Πακιστανικής Κοινότητας της περιοχής, ο οποίος ζει 24 χρόνια στα Μέγαρα και είναι πατέρας δύο μαθητών Δημοτικού. Σύμφωνα με τον ίδιο, στα Μέγαρα μέχρι πριν από πέντε χρόνια ζούσαν πάνω από 3.500 άτομα, τα οποία έχουν ξεκινήσει να φεύγουν. «Δούλεψαν τόσα χρόνια και φεύγουν με άδεια χέρια. Οσοι μένουν, μένουν επειδή τους χρωστάνε πολλά λεφτά».
Εργάζονται 12 με 15 ώρες, ενώ ισχυρίζεται πως 8 στα 10 αφεντικά δεν πληρώνουν. «Εμείς είμαστε χαζοί, δεν έχουμε μυαλό. Ακούς τι σου λέω; Είμαστε χαζοί. Μας λένε "έλα δούλεψε και θα σ' τα δώσω αύριο" και πάμε. Υπάρχει ένας που για 3 χρόνια δεν έχει κάνει λογαριασμούς. "Μη σταματάτε, θα σας δώσω, έλα τα να βρούμε". Ξέρεις τι ήθελε να δώσει; 50 ευρώ το μήνα. Αν ζητιανέψω, 50 ευρώ θα μου τα δώσουν. Δεν είμαι όμως ζητιάνος».
Τις προάλλες, διεκδίκησαν τα δεδουλευμένα τους, για να ακούσουν πάλι δικαιολογίες. «Δεν έχω. Το αυτοκίνητο δεν είναι στο όνομά μου. Δεν έχω τίποτα. Ετσι μας είπε», λέει ο Ικμπαλ. Εχει σταματήσει εδώ και δύο χρόνια να στέλνει χρήματα στην οικογένειά του. Ισα ίσα τού φτάνουν για να πληρώνει το ενοίκιο στο κοτέτσι. «Ξέρουμε τι κάνει τα λεφτά. Τα παίρνει και πάει καζίνο. Ολο λέει ότι δεν έχει κι έρχεται με ένα τζιπ σαν τον Καραμανλή», υποστηρίζει οργισμένος.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της κοινότητας, «μιλάμε για διαρροή εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ. Τον έχουμε κάνει πλούσιο. Χρήματα δεν έχουμε για δικηγόρο. Εχουμε όμως έγγραφα. Εχουμε δεσμεύσεις γραπτές, γραμμάτια που αποδεικνύουν τα λεφτά που έχει εισπράξει αυτός ο άντρας», λέει ο ίδιος. «Τις προάλλες, μου λέει σφάξε με. Βγάλε μαχαίρι τώρα που δεν βλέπει κανείς. Τον κοιτούσα σαν χαζός. Θα πάω φυλακή γι' αυτόν; Οχι!»
«Να σ' τα πει ο παππούς!» λένε όλοι. Ο Μοχάμαντ Γιουνάς, 63 ετών, είναι νόμιμος μετανάστης, σκληρά εργαζόμενος καλλιεργητής επί 40 χρόνια και περιγράφει την εμπειρία του: «Μου είπε πριν από τρία χρόνια ότι θέλει χέρια για δουλειά. Μου είπε "φέρε τους γιους σου και τα ανίψια σου" και τώρα μου χρωστάει 16.000 ευρώ, 4.000 για κάθε ένα από τα παιδιά. Στην αρχή έδωσα 2.800 ευρώ εγγύηση. Δανείστηκα για να βρω λεφτά. Μετά μου τα έπαιρνε σιγά σιγά. "Δώσε μου λίγα για την πρεσβεία", μου έλεγε, "βγήκαν τα χαρτιά, δώσε ακόμα λίγα" ώσπου τον ξόφλησα. Τώρα εγώ πονάω. Για το τίποτα δούλευα. Τώρα δουλεύω για να πληρώσω αυτά που χρωστάω», λέει ο ίδιος.
«Στο θερμοκήπιο 60 βαθμούς έχει. Ετσι και στο κοτέτσι», λέει ο Αμπάς, ο οποίος ήρθε με βίζα από το Πακιστάν. Στα δυο γυμνά διπλά στρώματα με τα ελατήρια που προεξέχουν, την ημέρα κάνει παρέλαση μια παρέα από κοτοπουλάκια. Στα στρώματα κοιμάται όποιος προλάβει
Οι υπόλοιποι παρακολουθούν με προσοχή. Αρκετοί έχουν πέσει θύματα του ίδιου άντρα, τον οποίο δεν διστάζουν να κατονομάσουν. Κάθε φορά που ακούγεται το όνομά του, εν χορώ δεκάδες Πακιστανοί φωνάζουν «μαλάκας».
Ο Μοχάμεντ Νασίμ, ο πιο μεγαλόσωμος από όλους, θεωρείται τυχερός. Δουλεύει 8 ώρες στην οικοδομή και πληρώνεται περίπου 50 ευρώ. Από τις απολαβές του ζει η τετραμελής οικογένειά του. Στις 6 το απόγευμα, είναι τόσο κουρασμένος που με δυσκολία καταφέρνει να μιλήσει. «Είναι 5-6 ήσυχοι άνθρωποι που πληρώνουν. Τι να κάνεις όμως μ' αυτούς που δεν πληρώνουν; Αν πεις δεν δουλεύω, θα φωνάξουν Τσιγγάνους. Οι Τσιγγάνοι όμως δεν δουλεύουν τζάμπα».
Η ατμόσφαιρα τότε πλημμυρίζει βαριά ανατολίτικα αρώματα και η μόνιμη μυρωδιά της αποχέτευσης γίνεται πιο υποφερτή. «Αν αρρωστήσουμε, μένουμε στο κρεβάτι. Αν είμαστε πολλές μέρες άρρωστοι, πάμε στο Κέντρο Υγείας», λένε.
Αδεια βλέμματα χωρίς ελπίδα. «Μας κορόιδεψαν!» φωνάζουν οργισμένοι. Αδεια στομάχια και τσέπες. «Εχεις δικηγόρο; Θα με βοηθήσεις;». Αργά το βράδυ, τα 12 μικρά παράθυρα κάθε φωλιάς σκοτεινιάζουν. Εκείνη την ώρα οι νταλίκες βγαίνουν στην εθνική οδό και επιστρέφουν στην Αθήνα φορτωμένες με μαρούλια, μαϊντανό, άνηθο, πιπεριές, σαλάτες, ντομάτες, μελιτζάνες, μπρόκολα, κολοκύθια.
Με «χόρτα», όπως λένε οι Πακιστανοί εργάτες, «κομμένα με τα δικά μας χέρια. Εμείς τις γεμίσαμε τις νταλίκες. Μια μέρα θα πούμε "όχι άλλο. Στοπ"».
Ξημέρωμα στο παλαιό πτηνοτροφείο. Στις 40 «κούρνιες» του, τώρα αντηχούν urdu και μουσουλμανικές προσευχές. Μια καρδιά ζωγραφισμένη με κιμωλία στη μάντρα. Περικυκλώνει το όνομα της πόλης που οι ένοικοι αποχωρίστηκαν πριν από χρόνια και τώρα νοσταλγούν. «Ωραία Λαχώρη. Καλύτερα εκεί τώρα», λέει ο Γιάσερ, νόμιμος μετανάστης, ένας από τους ενοίκους. Απίστευτο, αλλά άνθρωποι πληρώνουν για να μείνουν εδώ. «Το ενοίκιο φτηνό, 40 ευρώ τη μέρα για κάθε δωμάτιο με 3-4 ανθρώπους μέσα».
Ο Γιάσερ κοιμάται πάνω σε ένα αφρολέξ -το οποίο αποκαλεί «κρεβάτι»- ενώ προσκέφαλό του κάποτε ήταν μια φωλιά. Τότε βέβαια, όταν το πτηνοτροφείο λειτουργούσε, ο 30χρονος Γιάσερ ήταν παιδί και από το κρεβάτι του στο Πακιστάν ονειρευόταν, όπως λέει, «την Ευρώπη».
«Νερό έχουμε. Είναι κρύο το χειμώνα. Δεν πειράζει όμως», λέει χαμογελώντας στωικά. Ενας θερμοσίφωνας δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες 110 άτομων. «Δεν προλαβαίνεις ζεστό». Τρία ρολόγια ρεύμα «2.200 το τρίμηνο, το πληρώνουμε από την τσέπη μας», δίνουν ενέργεια στα περίπου 10 παλιά και θορυβώδη ψυγεία. Τα βράδια στην ησυχία του πτηνοτροφείου, ακούγονται σαν γρι-γρι. Ο Γιάσερ μού δείχνει τις φωτογραφίες των παιδιών του στο κινητό. «Ζουν από μένα», λέει. Τα καλοκαίρια όλοι κοιμούνται στην αυλή.
Ουρά στο μπάνιο
«Βράζει το κοτέτσι. Στο θερμοκήπιο 60 βαθμούς έχει. Ετσι και στο κοτέτσι», λέει ο Αμπάς, ο οποίος ήρθε με βίζα από το Πακιστάν. Στα δυο γυμνά διπλά στρώματα με τα ελατήρια που προεξέχουν, την ημέρα κάνει παρέλαση μια παρέα από κοτοπουλάκια. Στα στρώματα κοιμάται όποιος προλάβει. Κάθε βράδυ «στο μπάνιο», όπως ονομάζουν μια ντουσιέρα πίσω από μια ξεχαρβαλωμένη πόρτα, υπάρχει πάντα ουρά. Δεκάδες ταλαιπωρημένες φιγούρες - πόδια διαλυμένα από την κούραση, που μετά βίας κρατούν το σώμα όρθιο, παρατάσσονται μπροστά στα 2 ντους και τις 3 τουαλέτες.Η ένταση στα κινητά δυναμώνει, τα αραβικά τραγούδια μπλέκονται με τα ελληνικά - οι παλιότεροι, όπως ο Χάιντερ, ακούν «Παντελίδη και Κιάμο». Αυτή είναι η μόνη τους διασκέδαση και ο διαγωνισμός περιστεριών. Πριν από μία εβδομάδα, η αυλή αντηχούσε χειροκροτήματα και συνθήματα. Ηταν βραδιά... σπορ. Τα μεγάλα κλουβιά άνοιξαν και ξεκίνησε ο αγώνας - ποιο περιστέρι θα αντέξει περισσότερη ώρα στον αέρα. Η μεγάλη μάχη δίνεται όμως το πρωί. Και είναι προσωπική. Ποιος θα αντέξει -πολλές φορές σε ακραίες καιρικές συνθήκες- 15 ώρες σκληρής δουλειάς στο χωράφι;
Φωτ. ΟΡΕΣΤΗΣ ΣΕΦΕΡΟΓΛΟΥ
Εργάζονται 12 με 15 ώρες, ενώ ισχυρίζεται πως 8 στα 10 αφεντικά δεν πληρώνουν. «Εμείς είμαστε χαζοί, δεν έχουμε μυαλό. Ακούς τι σου λέω; Είμαστε χαζοί. Μας λένε "έλα δούλεψε και θα σ' τα δώσω αύριο" και πάμε. Υπάρχει ένας που για 3 χρόνια δεν έχει κάνει λογαριασμούς. "Μη σταματάτε, θα σας δώσω, έλα τα να βρούμε". Ξέρεις τι ήθελε να δώσει; 50 ευρώ το μήνα. Αν ζητιανέψω, 50 ευρώ θα μου τα δώσουν. Δεν είμαι όμως ζητιάνος».
Ο Μοχάμεντ και άλλοι τρεις προετοιμάζουν το δείπνο. Περιλαμβάνει συνήθως πίτες, όσπρια, τσάι και λαχανικά από ένα μποστάνι που καλλιεργούν εντός του πτηνοτροφείου. Καύσιμα που με δυσκολία καταφέρνουν να γεμίσουν τα στομάχια. «Ηρθαμε για καλύτερη ζωή εδώ», αναφέρει ο Μοχάμεντ Νασίμ. «Τώρα το αφεντικό σού λέει "κάτσε ήσυχα. Ποιον θες να πάρω, τη Χρυσή Αυγή ή την Αστυνομία;" Είμαστε τυφλοί. Δεν ξέρουμε πού πάμε».
Τις προάλλες, διεκδίκησαν τα δεδουλευμένα τους, για να ακούσουν πάλι δικαιολογίες. «Δεν έχω. Το αυτοκίνητο δεν είναι στο όνομά μου. Δεν έχω τίποτα. Ετσι μας είπε», λέει ο Ικμπαλ. Εχει σταματήσει εδώ και δύο χρόνια να στέλνει χρήματα στην οικογένειά του. Ισα ίσα τού φτάνουν για να πληρώνει το ενοίκιο στο κοτέτσι. «Ξέρουμε τι κάνει τα λεφτά. Τα παίρνει και πάει καζίνο. Ολο λέει ότι δεν έχει κι έρχεται με ένα τζιπ σαν τον Καραμανλή», υποστηρίζει οργισμένος.
«Ο αφεντικός»
Υπάρχει όμως και δεύτερο αγκάθι, εκτός από την εκμετάλλευση στο περιβόλι. «Ο αφεντικός», όπως αποκαλούν τους μεγαλογαιοκτήμονες της περιοχής, δεν είναι ο μόνος που εγκληματεί εις βάρος των Πακιστανών εργατών. Υπάρχει και το μαστίγιο του διακινητή. Με όρους trafficking facilitator. Ολοι μιλούν για έναν κάτοικο της περιοχής, ο οποίος τους υποσχέθηκε να βγάλει βίζα στα αδέρφια και τα ξαδέρφια τους, φρόντισε να πάρει τα χρήματα από όλους, «όμως κανένας δεν ήρθε ποτέ» όπως ισχυρίζονται.Σύμφωνα με τον πρόεδρο της κοινότητας, «μιλάμε για διαρροή εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ. Τον έχουμε κάνει πλούσιο. Χρήματα δεν έχουμε για δικηγόρο. Εχουμε όμως έγγραφα. Εχουμε δεσμεύσεις γραπτές, γραμμάτια που αποδεικνύουν τα λεφτά που έχει εισπράξει αυτός ο άντρας», λέει ο ίδιος. «Τις προάλλες, μου λέει σφάξε με. Βγάλε μαχαίρι τώρα που δεν βλέπει κανείς. Τον κοιτούσα σαν χαζός. Θα πάω φυλακή γι' αυτόν; Οχι!»
«Να σ' τα πει ο παππούς!» λένε όλοι. Ο Μοχάμαντ Γιουνάς, 63 ετών, είναι νόμιμος μετανάστης, σκληρά εργαζόμενος καλλιεργητής επί 40 χρόνια και περιγράφει την εμπειρία του: «Μου είπε πριν από τρία χρόνια ότι θέλει χέρια για δουλειά. Μου είπε "φέρε τους γιους σου και τα ανίψια σου" και τώρα μου χρωστάει 16.000 ευρώ, 4.000 για κάθε ένα από τα παιδιά. Στην αρχή έδωσα 2.800 ευρώ εγγύηση. Δανείστηκα για να βρω λεφτά. Μετά μου τα έπαιρνε σιγά σιγά. "Δώσε μου λίγα για την πρεσβεία", μου έλεγε, "βγήκαν τα χαρτιά, δώσε ακόμα λίγα" ώσπου τον ξόφλησα. Τώρα εγώ πονάω. Για το τίποτα δούλευα. Τώρα δουλεύω για να πληρώσω αυτά που χρωστάω», λέει ο ίδιος.
«Στο θερμοκήπιο 60 βαθμούς έχει. Ετσι και στο κοτέτσι», λέει ο Αμπάς, ο οποίος ήρθε με βίζα από το Πακιστάν. Στα δυο γυμνά διπλά στρώματα με τα ελατήρια που προεξέχουν, την ημέρα κάνει παρέλαση μια παρέα από κοτοπουλάκια. Στα στρώματα κοιμάται όποιος προλάβει
Ο Μοχάμεντ Νασίμ, ο πιο μεγαλόσωμος από όλους, θεωρείται τυχερός. Δουλεύει 8 ώρες στην οικοδομή και πληρώνεται περίπου 50 ευρώ. Από τις απολαβές του ζει η τετραμελής οικογένειά του. Στις 6 το απόγευμα, είναι τόσο κουρασμένος που με δυσκολία καταφέρνει να μιλήσει. «Είναι 5-6 ήσυχοι άνθρωποι που πληρώνουν. Τι να κάνεις όμως μ' αυτούς που δεν πληρώνουν; Αν πεις δεν δουλεύω, θα φωνάξουν Τσιγγάνους. Οι Τσιγγάνοι όμως δεν δουλεύουν τζάμπα».
Ενας σιδερένιος κουβάς, που εκτελεί χρέη νιπτήρα, για το ξύρισμα. Μέχρι να ξυριστούν όλοι «ξεχειλίζει 50 φορές» και το έδαφος μετατρέπεται σε παχιά λάσπη. Δεν πειράζει, λένε. Ως το σούρουπο που επιστρέφουν θα έχει στεγνώσει. Είναι η ώρα που οι παππούδες -παππούς εδώ θεωρείσαι μετά τα 45- πίνουν ναργιλέ.
Η ατμόσφαιρα τότε πλημμυρίζει βαριά ανατολίτικα αρώματα και η μόνιμη μυρωδιά της αποχέτευσης γίνεται πιο υποφερτή. «Αν αρρωστήσουμε, μένουμε στο κρεβάτι. Αν είμαστε πολλές μέρες άρρωστοι, πάμε στο Κέντρο Υγείας», λένε.
Αδεια βλέμματα χωρίς ελπίδα. «Μας κορόιδεψαν!» φωνάζουν οργισμένοι. Αδεια στομάχια και τσέπες. «Εχεις δικηγόρο; Θα με βοηθήσεις;». Αργά το βράδυ, τα 12 μικρά παράθυρα κάθε φωλιάς σκοτεινιάζουν. Εκείνη την ώρα οι νταλίκες βγαίνουν στην εθνική οδό και επιστρέφουν στην Αθήνα φορτωμένες με μαρούλια, μαϊντανό, άνηθο, πιπεριές, σαλάτες, ντομάτες, μελιτζάνες, μπρόκολα, κολοκύθια.
Με «χόρτα», όπως λένε οι Πακιστανοί εργάτες, «κομμένα με τα δικά μας χέρια. Εμείς τις γεμίσαμε τις νταλίκες. Μια μέρα θα πούμε "όχι άλλο. Στοπ"».
πηγη: enet via Κοκκινος Ανεμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου