Το ΙΚΚ θεώρησε την εκδίωξή του από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις εθνικής ενότητας (1947) ως αποτέλεσμα της ωμής παραβίασης της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, τα διεθνή μονοπώλια και τους πολιτικούς τους εκφραστές. Με αυτό τον τρόπο, μετάλλαξε τη μαρξιστική - λενινιστική αποτίμηση της αστικής δημοκρατίας ως καλύμματος της αστικής εξουσίας και εκμετάλλευσης που είναι περισσότερο αποτελεσματικό όσο πιο εύρυθμα λειτουργεί. Ως συνέπεια, διακήρυττε τη θέση πως μια νέα συμμετοχή του στην κυβέρνηση θα ήταν προς το συμφέρον της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, υιοθετώντας ουσιαστικά τη φιλελεύθερη πρόσληψη του αστικού κοινοβουλευτισμού που τον παρουσιάζει ως πεδίο εναρμόνισης των διαφορετικών ταξικών συμφερόντων.
Οι εκτιμήσεις του ΙΚΚ, αν και ήταν συνέχεια της προηγούμενης στρατηγικής του, μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956), βρήκαν το έδαφος για να αποτελέσουν την απαρχή μιας ακόμα πιο δεξιάς οπορτουνιστικής γραμμής. Το 20ό Συνέδριο εκτιμούσε ότι λόγω της αλλαγής του συσχετισμού υπέρ των δυνάμεων του σοσιαλισμού που επέφερε η απόσπαση χωρών από το ιμπεριαλιστικό σύστημα στην ανατολική Ευρώπη και την Ασία(1), ήταν εφικτός ο στόχος της ειρηνικής - κοινοβουλευτικής μετάβασης στο σοσιαλισμό. Μάλιστα, ως προϋπόθεση κατάκτησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας έθετε τη συνεργασία των Κομμουνιστικών Κομμάτων με τους σοσιαλδημοκράτες.
Το ΙΚΚ, τα επόμενα χρόνια, διευρύνοντας τη συγκεκριμένη τοποθέτηση και αναλύοντας το αστικό πολιτικό σύστημα με γεωγραφικούς (Δεξιά - Κέντρο - Αριστερά) και όχι ταξικούς όρους (αστικά κόμματα και εργατικό κόμμα), θεώρησε ότι κάθε μετατόπιση των κυβερνητικών δυνάμεων στον άξονα Δεξιά - Αριστερά συνιστούσε βήμα για την αλλαγή του ταξικού περιεχομένου της πολιτικής διακυβέρνησης και την προώθηση των εργατικών συμφερόντων. Υπό αυτό το πρίσμα, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 πρωτοστάτησε στην ανατροπή της κυβέρνησης συνεργασίας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (ΧΔΚ) και των νεοφασιστών της Ιταλικής Σοσιαλιστικής Κίνησης (MSI), προωθώντας ουσιαστικά τη συμμετοχή του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΙΣΚ) στην κυβερνητική πλειοψηφία. Η πολιτική του πέτυχε έπειτα από την ταραχώδη ανατροπή της κυβέρνησης Ταμπρόνι (2) από τους ίδιους τους βουλευτές του ΧΔΚ και την ορκωμοσία νέας κυβέρνησης συνεργασίας Χριστιανοδημοκρατών - Σοσιαλδημοκρατών με επικεφαλής τον Χριστιανοδημοκράτη Μόρο.
Ο Μόρο, που αργότερα δολοφονήθηκε από τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες», ήταν εκείνη την εποχή υπέρμαχος του σχηματισμού κυβέρνησης των αστικών πολιτικών κομμάτων που θα περιθωριοποιούσε τους νεοφασίστες και τους κομμουνιστές. Η στρατηγική του στην πραγματικότητα εξέφραζε τις κυρίαρχες μερίδες της ιταλικής αστικής τάξης που επιθυμούσαν τον προσανατολισμό της Ιταλίας προς τον άξονα Βόννης - Παρισιού, έναντι όσων αστικών συμφερόντων πρέσβευαν μια στενότερη συνεργασία με τις ΗΠΑ.
Ο δρόμος προς τον «ιστορικό συμβιβασμό»
Η συμμετοχή των σοσιαλδημοκρατών στην κυβέρνηση δεν άλλαξε την πολιτική της κατεύθυνση. Η ιταλική καπιταλιστική οικονομία πέρα από την επιβράδυνση της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, αντιμετώπιζε και τις συνέπειες της ανισόμετρης ενδοϊταλικής ανάπτυξης από την εντεινόμενη εκβιομηχάνιση του ιταλικού Βορρά και τη συνεχιζόμενη καθυστέρηση του Νότου.
Τα πρώτα σημάδια επιβράδυνσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης εμφανίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και αποτυπώθηκαν αρχικά με τις φοιτητικές κινητοποιήσεις του 1966. Η διόγκωση του αριθμού των φοιτητών για την αντιμετώπιση των σύγχρονων αναγκών της ιταλικής οικονομίας και κοινωνίας (τεχνητή μείωση της ανεργίας, αναπαραγωγή σε μαζικότερη κλίμακα της κυρίαρχης ιδεολογίας, αύξηση των αναγκών σε εξειδικευμένο προσωπικό στη βιομηχανία) είχε αυξήσει τα ποσοστά συμμετοχής των παιδιών εργατικών και αγροτικών οικογενειών στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις διεθνείς εξελίξεις (κουβανική επανάσταση, δράση Γκεβάρα στη Βολιβία, εισβολή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ κ.λπ.) και την αδυναμία της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης να εγγυηθεί την «ανέλιξή» τους στα μεσαία στρώματα, πυροδοτούσε ένα εκρηκτικό μείγμα.(3)
Ωστόσο, το φοιτητικό κίνημα αποτέλεσε μόνο το προοίμιο των επερχόμενων εργατικών κινητοποιήσεων. Τον Απρίλη του 1968 άρχισαν απεργίες στα ιταλικά εργοστάσια που κορυφώθηκαν το φθινόπωρο του 1969.(4) Πρόκειται για μια εποχή, κατά την οποία το ΙΚΚ βρίσκεται απομονωμένο από τα αστικά πολιτικά κόμματα και το εργατικό κίνημα ανέπτυσσε νέες μορφές οργάνωσης όπως οι συνελεύσεις εργοστασίων και οι αιρετοί και ανακλητοί αντιπρόσωποι. Παρ' όλα αυτά, δε στήριξε την πολιτική εμβάθυνση των εργατικών αγώνων, αλλά παραμένοντας πιστό στη συναινετική του τακτική, πρόβαλε κυρίως οικονομικά αιτήματα.(5) Στη συνέχεια, θέλησε να ενσωματώσει τους αντιπροσώπους των εργατικών συνελεύσεων στη ρεφορμιστική του στρατηγική, για να διευρύνει την εκλογική του επιρροή.
Το ΙΚΚ απέδιδε την οικονομική κρίση στον εντεινόμενο ανταγωνισμό σοσιαλισμού - καπιταλισμού, στους αντιαποικιοκρατικούς αγώνες που περιόρισαν τη ληστρική εκμετάλλευση και τα ιμπεριαλιστικά υπερκέρδη και στις εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού.(6) Ο περιορισμός των ιμπεριαλιστικών υπερκερδών πίστευε ότι οδηγούσε στη μείωση των διαχειριστικών δυνατοτήτων των αστικών τάξεων και επόμενα σε κρίση της σοσιαλδημοκρατικής προσέγγισης των ενδοκαπιταλιστικών παραχωρήσεων και νέες αναζητήσεις στο εσωτερικό της σοσιαλδημοκρατίας στις οποίες όφειλε να συμμετάσχει.(7)
Βέβαια, στην πραγματικότητα, η συνεισφορά του ΙΚΚ περιοριζόταν στην απαίτηση της συμμετοχής του στην κυβέρνηση, επειδή θεωρούσε πως έτσι εξασφαλιζόταν μια καλύτερη αντιμετώπιση των κυβερνητικών πολιτικών, σε μια περίοδο που το ΧΔΚ βρισκόταν στο ναδίρ της δημοφιλίας του, αντιμετωπίζοντας την οικονομική κρίση και την κοινωνική της αποτύπωση (ραγδαία αύξηση ανεργίας και εγκληματικότητας).(8)
Ομως, η συμμετοχή του στην κυβέρνηση απαιτούσε και «πλάτεμα» της πολιτικής συμμαχιών του, με τρόπο που να συμπεριλαμβάνει τους Χριστιανοδημοκράτες. Το 13ο Συνέδριο (1972) διακήρυξε πως η ένωση των κομμάτων της εργατικής τάξης (στα κόμματα της εργατικής τάξης συμπεριλαμβανόταν κατά το ΙΚΚ και το Σοσιαλιστικό) αποτελούσε αναγκαία, αλλά όχι και ικανή, συνθήκη για τις βαθιές αλλαγές που χρειαζόταν η Ιταλία.(9) Ετσι, τροποποίησε την τοποθέτηση για το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα που το παρουσίαζε μέχρι τότε ως υπηρέτη των δυνάμεων της αντίδρασης, των μονοπωλίων και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού,(10) εισάγοντας την αταξική λογική του «ιστορικού συμβιβασμού» κομμουνιστών - σοσιαλδημοκρατών - χριστιανοδημοκρατών για το καλό της Ιταλίας.
Με αυτήν την έννοια, η εισήγηση του «ιστορικού συμβιβασμού» αποτελούσε επεξεργασία του ΙΚΚ για την ιταλική πολιτική σκηνή, όπως παραδεχόταν και ο Μπερλίνγκουερ.(11), (12) Ωστόσο, το ΙΚΚ αξιοποίησε την ήττα της Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή (εκλογική συνεργασία κομμουνιστών - σοσιαλδημοκρατών και άλλων αστικών πολιτικών δυνάμεων που αναδείχτηκε σε κυβέρνηση και ανατράπηκε με πραξικόπημα το Σεπτέμβρη του 1973), στην προσπάθεια να παρουσιαστεί ο «ιστορικός συμβιβασμός» με τους χριστιανοδημοκράτες ως μονόδρομος, προκειμένου να μην τους χρησιμοποιήσει ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός ως φορέα αντεπανάστασης.(13) Ετσι, την ώρα που το πραξικόπημα του Πινοσέτ αποδείκνυε, για μια ακόμα φορά, την αδυναμία ειρηνικού - δημοκρατικού περάσματος στο σοσιαλισμό, το ΙΚΚ το χρησιμοποίησε για να εντείνει τον κοινοβουλευτισμό του και τη συναίνεσή του προς την αστική εξουσία.
Μετά τις εκλογές του Ιούνη του 1975 και τη σημαντική εκλογική άνοδο που κατέγραψε, το ΙΚΚ δήλωσε ότι η Ιταλία δεν μπορούσε πλέον να κυβερνηθεί χωρίς τη συμμετοχή του:
«Η άμεση συμμετοχή του ΙΚΚ σε κυβερνητικές ευθύνες θα συναντούσε μια μεταλλαγή ποιότητας στις κατευθύνσεις και στις μεθόδους της πολιτικής καθοδήγησης και της διοίκησης του κράτους, στο γενικό κλίμα της χώρας και στη στάση των εργαζομένων απέναντι στις δημόσιες εξουσίες. Ενα ρεύμα εμπιστοσύνης θα ξανάρχιζε να εμπνέει τις εργαζόμενες δυνάμεις και το λαό, κι αυτό θα 'ταν αποφασιστικό για να προσδιοριστεί εκείνη η προσφορά των εργαζομένων και όλων των πολιτών που είναι αναγκαία για να ξεπεράσουμε τη δύσκολη περίοδο που διανύουμε».(14)
Αυτό που υπέκρυπταν οι δηλώσεις των στελεχών του ΙΚΚ ήταν ότι, μιλώντας στο όνομα της διαταξικής ενότητας και του κοινού καλού, σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν την εμπιστοσύνη των εργαζομένων μαζών, προκειμένου να συνεχίσουν την πολιτική της λιτότητας που θεωρούσαν αναπότρεπτη, αφού εκτιμούσαν ότι προέκυπτε από τους δίκαιους αντιαποικιακούς αγώνες:
«Η λιτότητα είναι μια προσταγή από την οποία δεν μπορούμε να αποδράσουμε. Οι αντιρρήσεις συγκεκριμένων ακαδημαϊκών αγνοούν τα στοιχειώδη γεγονότα της χώρας και του κόσμου που ζούμε - πρώτον, οι μάχες και η πρόοδος των ανθρώπων και των χωρών του Τρίτου Κόσμου που απέρριψαν και σταδιακά εξάλειψαν τις συνθήκες της υποταγής και του συνδρόμου κατωτερότητας τις οποίες είχαν εξαναγκαστεί να αποδεχτούν στο παρελθόν και οι οποίες αποτελούσαν ένα από τα κυριότερα στηρίγματα της ευημερίας των αναπτυγμένων, καπιταλιστικών χωρών».(15)
Μέσα από αυτήν την ανάλυση, το ΙΚΚ, αντιστρέφοντας την πραγματικότητα, αφενός καθιστούσε συνένοχες τις εργατικές μάζες στην παρελθούσα αστική καταλήστευση των αποικιών (αποκρύπτοντας μάλιστα ότι η παραχώρηση δικαιωμάτων στην εργατική τάξη στις καπιταλιστικά αναπτυγμένες χώρες αποσκοπούσε στην ανατροφοδότηση της συναίνεσής της προς την αστική εξουσία) και αφετέρου συνηγορούσε στη λογική των αστικών πολιτικών κομμάτων που καλούσαν το λαό να επωμισθεί την κρίση, αφού προηγούμενα είχε καρπωθεί μέρος των κερδών της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η εκτίμηση αυτή αποδεικνύεται και από τις οικονομικές προτάσεις του ΙΚΚ που μιλούσαν για μείωση των δημόσιων δαπανών και αύξηση της τιμής του γκαζιού και της ηλεκτρικής ενέργειας, προκειμένου η ιταλική οικονομία να γίνει περισσότερο ανταγωνιστική και ελκυστική σε επενδύσεις.(16)
Αλλωστε, το ΙΚΚ υπέγραψε και κοινό πρόγραμμα με τα κοινοβουλευτικά κόμματα (με εξαίρεση τους νεοφασίστες) για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.(17) Στο ίδιο διάστημα, αύξανε διαρκώς τις προσπάθειες κατευνασμού των προσπαθειών αγωνιστικής διεκδίκησης, σε περίοδο άγριας επίθεσης στα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων:
«Στις 24 Οκτωβρίου 1976, τα λόγια μιας δημοφιλούς ιταλικής πολιτικής φιγούρας παρατέθηκαν στον Τύπο: "Οι μισθοί έχουν αυξηθεί σε ένα επίπεδο το οποίο είναι ασύγκριτο με τις άλλες καπιταλιστικές χώρες... Οι συνθήκες εργασίας έχουν βελτιωθεί αποφασιστικά...". Αυτές οι δύο θέσεις και άλλες παρόμοιες στη φύση τους ήταν μέρος ενός μεγαλύτερου επιχειρήματος προς υποστήριξη των σκληρών μέτρων λιτότητας, τα οποία μόλις είχαν αποφασιστεί από την κυβέρνηση. Οι λέξεις, όμως, δεν ειπώθηκαν από ένα μετριοπαθή πολιτικό ή από έναν εκπρόσωπο της Ενωσης Βιομηχάνων. Εκφωνήθηκαν μπροστά σ' ένα κοινό Ναπολιτάνων εργατών, αριστερών οπαδών και εκπροσώπων ανέργων από τον Τζόρτζιο Ναπολιτάνο (Giorgio Napolitano)(18) ένα δημοφιλή κομμουνιστή διανοούμενο και έναν από τους πιο επιφανείς ηγέτες της νέας γενιάς».(19)
Παρόμοια ήταν η στάση του ΙΚΚ σε κάθε πτυχή πολιτικής ή συνδικαλιστικής δράσης. Ετσι, προέβαλε σφοδρή αντίσταση στην ανάταση του φοιτητικού κινήματος το 1977. Μάλιστα, ο δήμαρχος της Μπολόνια και μέλος του ΙΚΚ κάλεσε την αστυνομία να επέμβει εναντίον φοιτητικής κινητοποίησης, με αποτέλεσμα στις συγκρούσεις που ακολούθησαν να σκοτωθεί ένας φοιτητής.(20)
Η συμμετοχή στην κυβέρνηση Αντρεότι
Επειτα από τα προηγούμενα περιστατικά που θεωρήθηκαν πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης του ΙΚΚ στην αστική εξουσία, ο Αντρεότι, παρά τις πιέσεις των ΗΠΑ, προσκάλεσε το ΙΚΚ στην υπερψήφιση της κυβερνητικής πλειοψηφίας, εκτιμώντας τη δύναμη που είχε να επενεργεί στις εργατικές διεκδικήσεις.(21) Ετσι, το Μάρτη του 1978 το ΙΚΚ στήριξε επίσημα την κυβέρνηση Αντρεότι (22) και ένα μήνα αργότερα ψήφισε τους αντιτρομοκρατικούς νόμους (23), υπερασπίζοντάς τους με περισσότερη θέρμη και από τα στελέχη των Χριστιανοδημοκρατών.(24)
Φυσικά, δεν ήταν λιγότερο υπάκουο στην αστική νομιμότητα τα προηγούμενα χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι είχε ψηφίσει από το 1947 το 77,4% των νομοσχεδίων που ετίθεντο προς ψήφιση στις επιτροπές της Βουλής και απαιτούσαν πλειοψηφία 2/3. Παρόλα αυτά, φρόντιζε να έχει αντιπολιτευτικό λόγο που φανερωνόταν στο συγκριτικά χαμηλότερο ποσοστό των νομοσχεδίων που ψήφισε στη Βουλή (41,1%)(25) και το σημαντικότερο να πρωτοστατεί στις εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις.
Βέβαια, η συγκεκριμένη πολιτική στάση άρχιζε να του στοιχίζει. Η συνέχιση της πολιτικής λιτότητας και η διόγκωση της ανεργίας τροφοδοτούσαν τον κοινωνικό αναβρασμό στους κόλπους της εργατικής τάξης. Ετσι, το 1978, με το ΙΚΚ και τις συνδικαλιστικές του δυνάμεις δεσμευμένες στην υποστήριξη της κυβερνητικής πλειοψηφίας και της ακολουθούμενης λιτότητας, στις εργατικές κινητοποιήσεις πρωτοστάτησαν τα «ανεξάρτητα» συνδικάτα που ελέγχονταν από τους σοσιαλδημοκράτες, με αποτέλεσμα να πληγωθεί το κύρος του ΙΚΚ στην εργατική τάξη.(26) Το φούντωμα της δυσαρέσκειας που είχε αρχίσει να διαφαίνεται στο εσωτερικό του από τη στιγμή της υιοθέτησης της πολιτικής λιτότητας (1976)(27), πλέον εκφράστηκε με πολλές αποχωρήσεις μελών.(28)
Το ΙΚΚ είχε παραχωρήσει την πολιτική πρωτοβουλία στο ΧΔΚ, σε καιρό μάλιστα που η οικονομική κρίση είχε αρχίσει να κλονίζει τη σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος. Ετσι, το ΧΔΚ κατόρθωσε να εφαρμόσει την αντεργατική πολιτική του σε μια αρνητική συγκυρία και μάλιστα μειώνοντας το κύρος του ΙΚΚ.(29) Πολύ περισσότερο, χρησιμοποίησε τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση για να πείσει τις εκμεταλλευόμενες μάζες ότι η πολιτική λιτότητας αποτελούσε μονόδρομο, οπότε οι ίδιες όφειλαν να περιοριστούν στην επιλογή του καλύτερου διαχειριστή.
(Την επόμενη Κυριακή: Η εμπειρία του ΓΚΚ από τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Μιτεράν)
Παραπομπές:
1. Οι χώρες για τις οποίες γίνεται λόγος ήταν η Γιουγκοσλαβία, η Αλβανία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Τσεχοσλοβακία και η Ανατολική Γερμανία στην Ευρώπη και η Κίνα και η Βόρεια Κορέα στην Ασία.
2. Η κυβέρνηση Ταμπρόνι ανατράπηκε από τους βουλευτές του ΧΔΚ, έπειτα από εκτεταμένα επεισόδια σε όλη την Ιταλία που ακολούθησαν το συνέδριο των νεοφασιστών στη Γένοβα και τις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας γι' αυτό. Σε αυτές τις ταραχώδεις μέρες, δέκα άνθρωποι σκοτώθηκαν σε συγκρούσεις με την αστυνομία, ενώ νεοφασιστικές ομάδες τοποθέτησαν βόμβες στα γραφεία του ΙΚΚ και στο Γραφείο Σοβιετικού Εμπορίου στη Ρώμη.
3. Ντελ Κάρια Ρέντσο, Ο ιταλικός «Μάης» των φοιτητών στο Συλλογικό, 1968: Η παγκόσμια έκρηξη (σ. 123 - 130), Εκδόσεις «Κομμούνα», Αθήνα 1984.
4. Σωτήρης Παναγιώτης, La Rossa Primavera (Σημειώσεις για τον Ιταλικό Μάη), Περιοδικό Θέσεις - τ. 104, Ιούλης Σεπτέμβρης 2008.
5. Magri Lucio, Italian Communism in the Sixties, «New Left Review» - n. 66 (pp. 46 - 7), 1977.
6. Vacca Giuseppe, The «Eurocommunist» Perspective: the Contibution of the Italian Communist Party στο Kindersley Richard, In Search of Eurocommunism (pp. 109 - 115), Macmillan Press Editions, London 1981.
7. Μπερλίνγκουερ Ενρίκο, Σκέψεις πάνω στο χαρακτήρα της διεθνούς κρίσης και το σημερινό σοσιαλισμό (Συνέντευξη στην εφημερίδα «Ουνιτά»), Εφημερίδα «Η ΑΥΓΗ», 28 Φλεβάρη 1982.
8. Tarrow Sidney, Historic Compromise or Bourgeois Majority? στο Machin Howard, National Communism in Western Europe (pp. 127 - 8), Meuthen Editions, London & New York 1983.
9. Μπερλίνγκουερ Ενρίκο, Πώς θέτουμε το πρόβλημα της κυβέρνησης της δημοκρατικής στροφής (Από την εισήγηση στο 13ο Συνέδριο του ΙΚΚ, Μιλάνο 13 Μαρτίου 1972) στο Μπερλίνγκουερ Ενρίκο, Ιστορικός συμβιβασμός (σ. 85), Εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1977.
10. Βαλέντι Μάριο, Η μεγάλη έκταση των ταξικών αγώνων στην Ιταλία (σ. 117 - 123), Περιοδικό «Νέος Κόσμος» - τ. 6/1959.
11. Μπερλίνγκουερ Ενρίκο, Οι ψεύτικες και αποπροσανατολιστικές ερμηνείες της γραμμής του «ιστορικού συμβιβασμού) (Από λόγο στο κλείσιμο της Εθνικής Συνέλευσης των Κομμουνιστών Σπουδαστών - Μπολώνια, 27 Οκτωβρίου 1973) στο Μπερλίνγκουερ Ενρίκο, Ιστορικός συμβιβασμός (σ.139), Εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1977.
12. Μπερλίνγκουερ Ενρίκο, Η ιταλική κοινωνία απαιτεί μια συμφωνία κομμουνιστών, σοσιαλιστών και καθολικών στο Συλλογικό, Δημοκρατία και σοσιαλισμός (σ. 97 - 8), Εκδόσεις «Οδυσσέας», Αθήνα 1976.
13. Μπερλίνγκουερ Ενρίκο, Να δουλέψουμε για την ενότητα όλων των λαϊκών δυνάμεων (Από τη συζήτηση με τους εργάτες της ANIC- Ραβέννα, 8 Νοεμβρίου 1973) στο Μπερλίνγκουερ Ενρίκο, Ιστορικός συμβιβασμός (σ. 148 - 153), Εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1977.
14. Μπερλίνγκουερ Ενρίκο, Για τη συνεννόηση ανάμεσα στις μεγάλες λαϊκές δυνάμεις (Από την εισήγηση στην ΚΕ και στην ΚΕ ελέγχου στην Ολομέλεια προετοιμασίας του 14ου Συνεδρίου του ΙΚΚ, 10 - 12 Δεκεμβρίου 1974) στο Μπερλίνγκουερ Ενρίκο, Ιστορικός συμβιβασμός (σ. 170), Εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1977.
15. Berlinguer Enrico, Austerita: Occacione per transformare l' Italia (pp. 50 - 1), Editori Riuniti, Rome 1977.
16. Giacconi Luciano - Sacco Giuseppe, The PCI and the International Economic Crisis στο Serfaty Simon - Gray Lawrence, The Italian Communism (Yesterday, Today, Tomorrow) (p. 200), Aldwych Press, London 1981.
17. D' Alimonte Roberto, Party Behavior in a Polarized System: The Italian Communist Party and the Historic Compromise στο Muller Wolfgang C. - Strom Kaare, Policy, Office or Votes? (How Political Parties in Western Europe Make Hard Decisions) (p. 141), Cambridge University Press, Cambridge 1999.
18. Ο Τζόρτζιο Ναπολιτάνο είναι σήμερα Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας.
19. Sani Giacomo, Amici - Nemici: Parenti - Serpenti. Communists and Socialists in Italy στο Brown Bernard, Eurocommunism and Eurososialism (The Left Confronts Modernity) (pp. 135 - 6), Cyrco Press, New York 1979.
20. Seton - Watson Christopher, The PCI's Taste of Power στο Kindersley Richard, In Search of Eurocommunism (pp. 150 - 2), Macmillan Press Editions, London 1981.
21. Tarrow Sidney, ό.π. (pp. 130 - 2)
22. D' Alimonte Roberto, ό.π. (p. 141).
23. Kogan Norman, The Italian Communist Party: The Modern Prince at the Crossroads στο Tokes Rudolf, Eurocommunism and D?tente (pp. 122 - 3), Martin Robertson Council of Foreign Relations Editions, Oxford 1979.
24. Sassoon Donald, Contemporary Italy: Economy, Society and Politics (pp. 250 - 1), Longman Editions, London & New York, 1997.
25. Pasquino Gianfranco, From Togliatti to the Compromesso Storico: A Party With a Governmental Vocation στο Serfaty Simon - Gray Lawrence, The Italian Communism (Yesterday, Today, Tomorrow) (pp. 90 - 1), Aldwych Press, London 1981.
26. Clark Martin - Hine David, The Italian Communist Party: Between Leninism and Social Democracy στο Childs Davis, The Changing Face of Western Communism (p. 125), Groom Helm Editions, London 1980.
27. Claudin Fernando, Ευρωκομμουνισμός και σοσιαλισμός (σ. 149), Εκδόσεις «Γράμματα», Αθήνα 1981.
28. Ο.π. (pp. 117 - 8)
29. Seton - Watson Christopher, ό.π. (pp. 152 - 5).
Οι εκτιμήσεις του ΙΚΚ, αν και ήταν συνέχεια της προηγούμενης στρατηγικής του, μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956), βρήκαν το έδαφος για να αποτελέσουν την απαρχή μιας ακόμα πιο δεξιάς οπορτουνιστικής γραμμής. Το 20ό Συνέδριο εκτιμούσε ότι λόγω της αλλαγής του συσχετισμού υπέρ των δυνάμεων του σοσιαλισμού που επέφερε η απόσπαση χωρών από το ιμπεριαλιστικό σύστημα στην ανατολική Ευρώπη και την Ασία(1), ήταν εφικτός ο στόχος της ειρηνικής - κοινοβουλευτικής μετάβασης στο σοσιαλισμό. Μάλιστα, ως προϋπόθεση κατάκτησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας έθετε τη συνεργασία των Κομμουνιστικών Κομμάτων με τους σοσιαλδημοκράτες.
Το ΙΚΚ, τα επόμενα χρόνια, διευρύνοντας τη συγκεκριμένη τοποθέτηση και αναλύοντας το αστικό πολιτικό σύστημα με γεωγραφικούς (Δεξιά - Κέντρο - Αριστερά) και όχι ταξικούς όρους (αστικά κόμματα και εργατικό κόμμα), θεώρησε ότι κάθε μετατόπιση των κυβερνητικών δυνάμεων στον άξονα Δεξιά - Αριστερά συνιστούσε βήμα για την αλλαγή του ταξικού περιεχομένου της πολιτικής διακυβέρνησης και την προώθηση των εργατικών συμφερόντων. Υπό αυτό το πρίσμα, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 πρωτοστάτησε στην ανατροπή της κυβέρνησης συνεργασίας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (ΧΔΚ) και των νεοφασιστών της Ιταλικής Σοσιαλιστικής Κίνησης (MSI), προωθώντας ουσιαστικά τη συμμετοχή του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΙΣΚ) στην κυβερνητική πλειοψηφία. Η πολιτική του πέτυχε έπειτα από την ταραχώδη ανατροπή της κυβέρνησης Ταμπρόνι (2) από τους ίδιους τους βουλευτές του ΧΔΚ και την ορκωμοσία νέας κυβέρνησης συνεργασίας Χριστιανοδημοκρατών - Σοσιαλδημοκρατών με επικεφαλής τον Χριστιανοδημοκράτη Μόρο.
Η συμμετοχή των σοσιαλδημοκρατών στην κυβέρνηση δεν άλλαξε την πολιτική της κατεύθυνση. Η ιταλική καπιταλιστική οικονομία πέρα από την επιβράδυνση της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, αντιμετώπιζε και τις συνέπειες της ανισόμετρης ενδοϊταλικής ανάπτυξης από την εντεινόμενη εκβιομηχάνιση του ιταλικού Βορρά και τη συνεχιζόμενη καθυστέρηση του Νότου.
Τα πρώτα σημάδια επιβράδυνσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης εμφανίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και αποτυπώθηκαν αρχικά με τις φοιτητικές κινητοποιήσεις του 1966. Η διόγκωση του αριθμού των φοιτητών για την αντιμετώπιση των σύγχρονων αναγκών της ιταλικής οικονομίας και κοινωνίας (τεχνητή μείωση της ανεργίας, αναπαραγωγή σε μαζικότερη κλίμακα της κυρίαρχης ιδεολογίας, αύξηση των αναγκών σε εξειδικευμένο προσωπικό στη βιομηχανία) είχε αυξήσει τα ποσοστά συμμετοχής των παιδιών εργατικών και αγροτικών οικογενειών στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις διεθνείς εξελίξεις (κουβανική επανάσταση, δράση Γκεβάρα στη Βολιβία, εισβολή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ κ.λπ.) και την αδυναμία της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης να εγγυηθεί την «ανέλιξή» τους στα μεσαία στρώματα, πυροδοτούσε ένα εκρηκτικό μείγμα.(3)
Ωστόσο, το φοιτητικό κίνημα αποτέλεσε μόνο το προοίμιο των επερχόμενων εργατικών κινητοποιήσεων. Τον Απρίλη του 1968 άρχισαν απεργίες στα ιταλικά εργοστάσια που κορυφώθηκαν το φθινόπωρο του 1969.(4) Πρόκειται για μια εποχή, κατά την οποία το ΙΚΚ βρίσκεται απομονωμένο από τα αστικά πολιτικά κόμματα και το εργατικό κίνημα ανέπτυσσε νέες μορφές οργάνωσης όπως οι συνελεύσεις εργοστασίων και οι αιρετοί και ανακλητοί αντιπρόσωποι. Παρ' όλα αυτά, δε στήριξε την πολιτική εμβάθυνση των εργατικών αγώνων, αλλά παραμένοντας πιστό στη συναινετική του τακτική, πρόβαλε κυρίως οικονομικά αιτήματα.(5) Στη συνέχεια, θέλησε να ενσωματώσει τους αντιπροσώπους των εργατικών συνελεύσεων στη ρεφορμιστική του στρατηγική, για να διευρύνει την εκλογική του επιρροή.
Το ΙΚΚ απέδιδε την οικονομική κρίση στον εντεινόμενο ανταγωνισμό σοσιαλισμού - καπιταλισμού, στους αντιαποικιοκρατικούς αγώνες που περιόρισαν τη ληστρική εκμετάλλευση και τα ιμπεριαλιστικά υπερκέρδη και στις εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού.(6) Ο περιορισμός των ιμπεριαλιστικών υπερκερδών πίστευε ότι οδηγούσε στη μείωση των διαχειριστικών δυνατοτήτων των αστικών τάξεων και επόμενα σε κρίση της σοσιαλδημοκρατικής προσέγγισης των ενδοκαπιταλιστικών παραχωρήσεων και νέες αναζητήσεις στο εσωτερικό της σοσιαλδημοκρατίας στις οποίες όφειλε να συμμετάσχει.(7)
Βέβαια, στην πραγματικότητα, η συνεισφορά του ΙΚΚ περιοριζόταν στην απαίτηση της συμμετοχής του στην κυβέρνηση, επειδή θεωρούσε πως έτσι εξασφαλιζόταν μια καλύτερη αντιμετώπιση των κυβερνητικών πολιτικών, σε μια περίοδο που το ΧΔΚ βρισκόταν στο ναδίρ της δημοφιλίας του, αντιμετωπίζοντας την οικονομική κρίση και την κοινωνική της αποτύπωση (ραγδαία αύξηση ανεργίας και εγκληματικότητας).(8)
Ομως, η συμμετοχή του στην κυβέρνηση απαιτούσε και «πλάτεμα» της πολιτικής συμμαχιών του, με τρόπο που να συμπεριλαμβάνει τους Χριστιανοδημοκράτες. Το 13ο Συνέδριο (1972) διακήρυξε πως η ένωση των κομμάτων της εργατικής τάξης (στα κόμματα της εργατικής τάξης συμπεριλαμβανόταν κατά το ΙΚΚ και το Σοσιαλιστικό) αποτελούσε αναγκαία, αλλά όχι και ικανή, συνθήκη για τις βαθιές αλλαγές που χρειαζόταν η Ιταλία.(9) Ετσι, τροποποίησε την τοποθέτηση για το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα που το παρουσίαζε μέχρι τότε ως υπηρέτη των δυνάμεων της αντίδρασης, των μονοπωλίων και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού,(10) εισάγοντας την αταξική λογική του «ιστορικού συμβιβασμού» κομμουνιστών - σοσιαλδημοκρατών - χριστιανοδημοκρατών για το καλό της Ιταλίας.
Με αυτήν την έννοια, η εισήγηση του «ιστορικού συμβιβασμού» αποτελούσε επεξεργασία του ΙΚΚ για την ιταλική πολιτική σκηνή, όπως παραδεχόταν και ο Μπερλίνγκουερ.(11), (12) Ωστόσο, το ΙΚΚ αξιοποίησε την ήττα της Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή (εκλογική συνεργασία κομμουνιστών - σοσιαλδημοκρατών και άλλων αστικών πολιτικών δυνάμεων που αναδείχτηκε σε κυβέρνηση και ανατράπηκε με πραξικόπημα το Σεπτέμβρη του 1973), στην προσπάθεια να παρουσιαστεί ο «ιστορικός συμβιβασμός» με τους χριστιανοδημοκράτες ως μονόδρομος, προκειμένου να μην τους χρησιμοποιήσει ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός ως φορέα αντεπανάστασης.(13) Ετσι, την ώρα που το πραξικόπημα του Πινοσέτ αποδείκνυε, για μια ακόμα φορά, την αδυναμία ειρηνικού - δημοκρατικού περάσματος στο σοσιαλισμό, το ΙΚΚ το χρησιμοποίησε για να εντείνει τον κοινοβουλευτισμό του και τη συναίνεσή του προς την αστική εξουσία.
Μετά τις εκλογές του Ιούνη του 1975 και τη σημαντική εκλογική άνοδο που κατέγραψε, το ΙΚΚ δήλωσε ότι η Ιταλία δεν μπορούσε πλέον να κυβερνηθεί χωρίς τη συμμετοχή του:
«Η άμεση συμμετοχή του ΙΚΚ σε κυβερνητικές ευθύνες θα συναντούσε μια μεταλλαγή ποιότητας στις κατευθύνσεις και στις μεθόδους της πολιτικής καθοδήγησης και της διοίκησης του κράτους, στο γενικό κλίμα της χώρας και στη στάση των εργαζομένων απέναντι στις δημόσιες εξουσίες. Ενα ρεύμα εμπιστοσύνης θα ξανάρχιζε να εμπνέει τις εργαζόμενες δυνάμεις και το λαό, κι αυτό θα 'ταν αποφασιστικό για να προσδιοριστεί εκείνη η προσφορά των εργαζομένων και όλων των πολιτών που είναι αναγκαία για να ξεπεράσουμε τη δύσκολη περίοδο που διανύουμε».(14)
Αυτό που υπέκρυπταν οι δηλώσεις των στελεχών του ΙΚΚ ήταν ότι, μιλώντας στο όνομα της διαταξικής ενότητας και του κοινού καλού, σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν την εμπιστοσύνη των εργαζομένων μαζών, προκειμένου να συνεχίσουν την πολιτική της λιτότητας που θεωρούσαν αναπότρεπτη, αφού εκτιμούσαν ότι προέκυπτε από τους δίκαιους αντιαποικιακούς αγώνες:
«Η λιτότητα είναι μια προσταγή από την οποία δεν μπορούμε να αποδράσουμε. Οι αντιρρήσεις συγκεκριμένων ακαδημαϊκών αγνοούν τα στοιχειώδη γεγονότα της χώρας και του κόσμου που ζούμε - πρώτον, οι μάχες και η πρόοδος των ανθρώπων και των χωρών του Τρίτου Κόσμου που απέρριψαν και σταδιακά εξάλειψαν τις συνθήκες της υποταγής και του συνδρόμου κατωτερότητας τις οποίες είχαν εξαναγκαστεί να αποδεχτούν στο παρελθόν και οι οποίες αποτελούσαν ένα από τα κυριότερα στηρίγματα της ευημερίας των αναπτυγμένων, καπιταλιστικών χωρών».(15)
Μέσα από αυτήν την ανάλυση, το ΙΚΚ, αντιστρέφοντας την πραγματικότητα, αφενός καθιστούσε συνένοχες τις εργατικές μάζες στην παρελθούσα αστική καταλήστευση των αποικιών (αποκρύπτοντας μάλιστα ότι η παραχώρηση δικαιωμάτων στην εργατική τάξη στις καπιταλιστικά αναπτυγμένες χώρες αποσκοπούσε στην ανατροφοδότηση της συναίνεσής της προς την αστική εξουσία) και αφετέρου συνηγορούσε στη λογική των αστικών πολιτικών κομμάτων που καλούσαν το λαό να επωμισθεί την κρίση, αφού προηγούμενα είχε καρπωθεί μέρος των κερδών της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η εκτίμηση αυτή αποδεικνύεται και από τις οικονομικές προτάσεις του ΙΚΚ που μιλούσαν για μείωση των δημόσιων δαπανών και αύξηση της τιμής του γκαζιού και της ηλεκτρικής ενέργειας, προκειμένου η ιταλική οικονομία να γίνει περισσότερο ανταγωνιστική και ελκυστική σε επενδύσεις.(16)
Αλλωστε, το ΙΚΚ υπέγραψε και κοινό πρόγραμμα με τα κοινοβουλευτικά κόμματα (με εξαίρεση τους νεοφασίστες) για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.(17) Στο ίδιο διάστημα, αύξανε διαρκώς τις προσπάθειες κατευνασμού των προσπαθειών αγωνιστικής διεκδίκησης, σε περίοδο άγριας επίθεσης στα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων:
«Στις 24 Οκτωβρίου 1976, τα λόγια μιας δημοφιλούς ιταλικής πολιτικής φιγούρας παρατέθηκαν στον Τύπο: "Οι μισθοί έχουν αυξηθεί σε ένα επίπεδο το οποίο είναι ασύγκριτο με τις άλλες καπιταλιστικές χώρες... Οι συνθήκες εργασίας έχουν βελτιωθεί αποφασιστικά...". Αυτές οι δύο θέσεις και άλλες παρόμοιες στη φύση τους ήταν μέρος ενός μεγαλύτερου επιχειρήματος προς υποστήριξη των σκληρών μέτρων λιτότητας, τα οποία μόλις είχαν αποφασιστεί από την κυβέρνηση. Οι λέξεις, όμως, δεν ειπώθηκαν από ένα μετριοπαθή πολιτικό ή από έναν εκπρόσωπο της Ενωσης Βιομηχάνων. Εκφωνήθηκαν μπροστά σ' ένα κοινό Ναπολιτάνων εργατών, αριστερών οπαδών και εκπροσώπων ανέργων από τον Τζόρτζιο Ναπολιτάνο (Giorgio Napolitano)(18) ένα δημοφιλή κομμουνιστή διανοούμενο και έναν από τους πιο επιφανείς ηγέτες της νέας γενιάς».(19)
Παρόμοια ήταν η στάση του ΙΚΚ σε κάθε πτυχή πολιτικής ή συνδικαλιστικής δράσης. Ετσι, προέβαλε σφοδρή αντίσταση στην ανάταση του φοιτητικού κινήματος το 1977. Μάλιστα, ο δήμαρχος της Μπολόνια και μέλος του ΙΚΚ κάλεσε την αστυνομία να επέμβει εναντίον φοιτητικής κινητοποίησης, με αποτέλεσμα στις συγκρούσεις που ακολούθησαν να σκοτωθεί ένας φοιτητής.(20)
Η συμμετοχή στην κυβέρνηση Αντρεότι
Επειτα από τα προηγούμενα περιστατικά που θεωρήθηκαν πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης του ΙΚΚ στην αστική εξουσία, ο Αντρεότι, παρά τις πιέσεις των ΗΠΑ, προσκάλεσε το ΙΚΚ στην υπερψήφιση της κυβερνητικής πλειοψηφίας, εκτιμώντας τη δύναμη που είχε να επενεργεί στις εργατικές διεκδικήσεις.(21) Ετσι, το Μάρτη του 1978 το ΙΚΚ στήριξε επίσημα την κυβέρνηση Αντρεότι (22) και ένα μήνα αργότερα ψήφισε τους αντιτρομοκρατικούς νόμους (23), υπερασπίζοντάς τους με περισσότερη θέρμη και από τα στελέχη των Χριστιανοδημοκρατών.(24)
Φυσικά, δεν ήταν λιγότερο υπάκουο στην αστική νομιμότητα τα προηγούμενα χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι είχε ψηφίσει από το 1947 το 77,4% των νομοσχεδίων που ετίθεντο προς ψήφιση στις επιτροπές της Βουλής και απαιτούσαν πλειοψηφία 2/3. Παρόλα αυτά, φρόντιζε να έχει αντιπολιτευτικό λόγο που φανερωνόταν στο συγκριτικά χαμηλότερο ποσοστό των νομοσχεδίων που ψήφισε στη Βουλή (41,1%)(25) και το σημαντικότερο να πρωτοστατεί στις εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις.
Βέβαια, η συγκεκριμένη πολιτική στάση άρχιζε να του στοιχίζει. Η συνέχιση της πολιτικής λιτότητας και η διόγκωση της ανεργίας τροφοδοτούσαν τον κοινωνικό αναβρασμό στους κόλπους της εργατικής τάξης. Ετσι, το 1978, με το ΙΚΚ και τις συνδικαλιστικές του δυνάμεις δεσμευμένες στην υποστήριξη της κυβερνητικής πλειοψηφίας και της ακολουθούμενης λιτότητας, στις εργατικές κινητοποιήσεις πρωτοστάτησαν τα «ανεξάρτητα» συνδικάτα που ελέγχονταν από τους σοσιαλδημοκράτες, με αποτέλεσμα να πληγωθεί το κύρος του ΙΚΚ στην εργατική τάξη.(26) Το φούντωμα της δυσαρέσκειας που είχε αρχίσει να διαφαίνεται στο εσωτερικό του από τη στιγμή της υιοθέτησης της πολιτικής λιτότητας (1976)(27), πλέον εκφράστηκε με πολλές αποχωρήσεις μελών.(28)
Το ΙΚΚ είχε παραχωρήσει την πολιτική πρωτοβουλία στο ΧΔΚ, σε καιρό μάλιστα που η οικονομική κρίση είχε αρχίσει να κλονίζει τη σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος. Ετσι, το ΧΔΚ κατόρθωσε να εφαρμόσει την αντεργατική πολιτική του σε μια αρνητική συγκυρία και μάλιστα μειώνοντας το κύρος του ΙΚΚ.(29) Πολύ περισσότερο, χρησιμοποίησε τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση για να πείσει τις εκμεταλλευόμενες μάζες ότι η πολιτική λιτότητας αποτελούσε μονόδρομο, οπότε οι ίδιες όφειλαν να περιοριστούν στην επιλογή του καλύτερου διαχειριστή.
(Την επόμενη Κυριακή: Η εμπειρία του ΓΚΚ από τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Μιτεράν)
Παραπομπές:
1. Οι χώρες για τις οποίες γίνεται λόγος ήταν η Γιουγκοσλαβία, η Αλβανία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Τσεχοσλοβακία και η Ανατολική Γερμανία στην Ευρώπη και η Κίνα και η Βόρεια Κορέα στην Ασία.
2. Η κυβέρνηση Ταμπρόνι ανατράπηκε από τους βουλευτές του ΧΔΚ, έπειτα από εκτεταμένα επεισόδια σε όλη την Ιταλία που ακολούθησαν το συνέδριο των νεοφασιστών στη Γένοβα και τις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας γι' αυτό. Σε αυτές τις ταραχώδεις μέρες, δέκα άνθρωποι σκοτώθηκαν σε συγκρούσεις με την αστυνομία, ενώ νεοφασιστικές ομάδες τοποθέτησαν βόμβες στα γραφεία του ΙΚΚ και στο Γραφείο Σοβιετικού Εμπορίου στη Ρώμη.
3. Ντελ Κάρια Ρέντσο, Ο ιταλικός «Μάης» των φοιτητών στο Συλλογικό, 1968: Η παγκόσμια έκρηξη (σ. 123 - 130), Εκδόσεις «Κομμούνα», Αθήνα 1984.
4. Σωτήρης Παναγιώτης, La Rossa Primavera (Σημειώσεις για τον Ιταλικό Μάη), Περιοδικό Θέσεις - τ. 104, Ιούλης Σεπτέμβρης 2008.
5. Magri Lucio, Italian Communism in the Sixties, «New Left Review» - n. 66 (pp. 46 - 7), 1977.
6. Vacca Giuseppe, The «Eurocommunist» Perspective: the Contibution of the Italian Communist Party στο Kindersley Richard, In Search of Eurocommunism (pp. 109 - 115), Macmillan Press Editions, London 1981.
7. Μπερλίνγκουερ Ενρίκο, Σκέψεις πάνω στο χαρακτήρα της διεθνούς κρίσης και το σημερινό σοσιαλισμό (Συνέντευξη στην εφημερίδα «Ουνιτά»), Εφημερίδα «Η ΑΥΓΗ», 28 Φλεβάρη 1982.
8. Tarrow Sidney, Historic Compromise or Bourgeois Majority? στο Machin Howard, National Communism in Western Europe (pp. 127 - 8), Meuthen Editions, London & New York 1983.
9. Μπερλίνγκουερ Ενρίκο, Πώς θέτουμε το πρόβλημα της κυβέρνησης της δημοκρατικής στροφής (Από την εισήγηση στο 13ο Συνέδριο του ΙΚΚ, Μιλάνο 13 Μαρτίου 1972) στο Μπερλίνγκουερ Ενρίκο, Ιστορικός συμβιβασμός (σ. 85), Εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1977.
10. Βαλέντι Μάριο, Η μεγάλη έκταση των ταξικών αγώνων στην Ιταλία (σ. 117 - 123), Περιοδικό «Νέος Κόσμος» - τ. 6/1959.
11. Μπερλίνγκουερ Ενρίκο, Οι ψεύτικες και αποπροσανατολιστικές ερμηνείες της γραμμής του «ιστορικού συμβιβασμού) (Από λόγο στο κλείσιμο της Εθνικής Συνέλευσης των Κομμουνιστών Σπουδαστών - Μπολώνια, 27 Οκτωβρίου 1973) στο Μπερλίνγκουερ Ενρίκο, Ιστορικός συμβιβασμός (σ.139), Εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1977.
12. Μπερλίνγκουερ Ενρίκο, Η ιταλική κοινωνία απαιτεί μια συμφωνία κομμουνιστών, σοσιαλιστών και καθολικών στο Συλλογικό, Δημοκρατία και σοσιαλισμός (σ. 97 - 8), Εκδόσεις «Οδυσσέας», Αθήνα 1976.
13. Μπερλίνγκουερ Ενρίκο, Να δουλέψουμε για την ενότητα όλων των λαϊκών δυνάμεων (Από τη συζήτηση με τους εργάτες της ANIC- Ραβέννα, 8 Νοεμβρίου 1973) στο Μπερλίνγκουερ Ενρίκο, Ιστορικός συμβιβασμός (σ. 148 - 153), Εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1977.
14. Μπερλίνγκουερ Ενρίκο, Για τη συνεννόηση ανάμεσα στις μεγάλες λαϊκές δυνάμεις (Από την εισήγηση στην ΚΕ και στην ΚΕ ελέγχου στην Ολομέλεια προετοιμασίας του 14ου Συνεδρίου του ΙΚΚ, 10 - 12 Δεκεμβρίου 1974) στο Μπερλίνγκουερ Ενρίκο, Ιστορικός συμβιβασμός (σ. 170), Εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1977.
15. Berlinguer Enrico, Austerita: Occacione per transformare l' Italia (pp. 50 - 1), Editori Riuniti, Rome 1977.
16. Giacconi Luciano - Sacco Giuseppe, The PCI and the International Economic Crisis στο Serfaty Simon - Gray Lawrence, The Italian Communism (Yesterday, Today, Tomorrow) (p. 200), Aldwych Press, London 1981.
17. D' Alimonte Roberto, Party Behavior in a Polarized System: The Italian Communist Party and the Historic Compromise στο Muller Wolfgang C. - Strom Kaare, Policy, Office or Votes? (How Political Parties in Western Europe Make Hard Decisions) (p. 141), Cambridge University Press, Cambridge 1999.
18. Ο Τζόρτζιο Ναπολιτάνο είναι σήμερα Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας.
19. Sani Giacomo, Amici - Nemici: Parenti - Serpenti. Communists and Socialists in Italy στο Brown Bernard, Eurocommunism and Eurososialism (The Left Confronts Modernity) (pp. 135 - 6), Cyrco Press, New York 1979.
20. Seton - Watson Christopher, The PCI's Taste of Power στο Kindersley Richard, In Search of Eurocommunism (pp. 150 - 2), Macmillan Press Editions, London 1981.
21. Tarrow Sidney, ό.π. (pp. 130 - 2)
22. D' Alimonte Roberto, ό.π. (p. 141).
23. Kogan Norman, The Italian Communist Party: The Modern Prince at the Crossroads στο Tokes Rudolf, Eurocommunism and D?tente (pp. 122 - 3), Martin Robertson Council of Foreign Relations Editions, Oxford 1979.
24. Sassoon Donald, Contemporary Italy: Economy, Society and Politics (pp. 250 - 1), Longman Editions, London & New York, 1997.
25. Pasquino Gianfranco, From Togliatti to the Compromesso Storico: A Party With a Governmental Vocation στο Serfaty Simon - Gray Lawrence, The Italian Communism (Yesterday, Today, Tomorrow) (pp. 90 - 1), Aldwych Press, London 1981.
26. Clark Martin - Hine David, The Italian Communist Party: Between Leninism and Social Democracy στο Childs Davis, The Changing Face of Western Communism (p. 125), Groom Helm Editions, London 1980.
27. Claudin Fernando, Ευρωκομμουνισμός και σοσιαλισμός (σ. 149), Εκδόσεις «Γράμματα», Αθήνα 1981.
28. Ο.π. (pp. 117 - 8)
29. Seton - Watson Christopher, ό.π. (pp. 152 - 5).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου