Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Το χρέος, ο Βαν Γκογκ... και οι καμηλοπαρδάλεις!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς αντιμετωπίζει ο καπιταλισμός και την κουλτούρα αποτελεί το Ινστιτούτο Τεχνών του Ντιτρόιτ της φτώχειας και της ανεργίας



Αλλαγή βάρδιας στο εργοστάσιο της «Φορντ» στο Ντιτρόιτ το 1910
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, το 2005, ένα παιδί που γεννιόταν στο Ελ Σαλβαδόρ είχε πολύ περισσότερες πιθανότητες να επιζήσει από ό,τι ένα παιδί που γεννιόταν στο Ντιτρόιτ των ΗΠΑ, καθώς τα αντίστοιχα ποσοστά θνησιμότητας ήταν 9,7% έναντι 15,5%. Και αυτό είναι μόνο ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της εξαθλίωσης στην οποία έχει περιέλθει η πάλαι ποτέ κραταιά «πρωτεύουσα» της βαριάς βιομηχανίας των ΗΠΑ. Η οποία, εδώ και χρόνια, αποτελεί ένα είδος «σύνοψης» για το τι είναι, ποιον υπηρετεί και τι αποτελέσματα έχει ο καπιταλισμός στους ανθρώπους, στη ζωή τους, αλλά και στον πολιτισμό.



Το Ντιτρόιτ κατέθεσε αίτηση πτώχευσης στα μέσα του περασμένου Ιούλη, αφού αντιμετωπίζει χρέη ύψους 19 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Εξακολουθεί να είναι η μεγαλύτερη πόλη της πολιτείας του Μίτσιγκαν, αν και έχει χάσει τους μισούς κατοίκους της από τη δεκαετία του '50, οπότε και ήταν ακόμη το κέντρο της αυτοκινητοβιομηχανίας των ΗΠΑ. Δηλαδή, ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της καπιταλιστικής βιομηχανίας παγκοσμίως. Ηταν η πόλη όπου ο Φορντ «εγκαινίασε» τη βιομηχανική γραμμή παραγωγής για την κατασκευή του «θρυλικού» μοντέλου «Ford Model T» από το 1908 έως το 1927, για να ακολουθήσουν τα μετέπειτα «μεγαθήρια» των «Τζένεραλ Μότορς», «Πακάρ», «Κράισλερ», «Ντοτζ», «Γκουντγίαρ» κ.ά. Ο πληθυσμός της πόλης έφτασε στην ακμή του, το 1950, σε 1,8 εκατ. κατοίκους, ενώ το 2011 είχε 711.000. Χαρακτηριστικό της μη αναστρέψιμης κατρακύλας που έχει πάρει η πόλη σε όλους τους τομείς είναι το γεγονός ότι το 2011 ο πληθυσμός της είχε μειωθεί κατά 25,2% σε σχέση με το 2000!



Εγκαταλειμμένο σπίτι στο Ντιτρόιτ
Βαριά βιομηχανία σημαίνει εργατική τάξη, που με τη σειρά της σημαίνει συνδικαλιστικό κίνημα, σκληροί ταξικοί αγώνες και εμφάνιση και εξέλιξη μιας κουλτούρας που άφησε ανεξίτηλα τα χνάρια της, κυρίως στη μουσική. Στο Ντιτρόιτ άνθισε η ταξική πάλη στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όπως άλλωστε σε όλα τα βιομηχανικά κέντρα των ΗΠΑ. Μαζί της άνθισε και η κουλτούρα των καταπιεσμένων και βέβαια του ακόμη πιο εκμεταλλεύσιμου τμήματος της εργατικής τάξης που ήταν οι Αφροαμερικανοί. Ο θρύλος των μπλουζ, ο Τζον Λι Χούκερ, εκεί γεννήθηκε και δημιούργησε. Δεν είναι τυχαίο που η επίσης «θρυλική» εταιρεία δίσκων, η «Μόταουν», εμφανίστηκε στο Ντιτρόιτ, όπως δεν είναι τυχαία και η ροκ και πανκ σκηνή των επόμενων δεκαετιών που εν πολλοίς κινούνταν στις «παρυφές» της βιομηχανοποιημένης μουσικής, τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο.



Παράλληλα, η βιομηχανική ανάπτυξη δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει στη δημιουργία πολιτιστικών υποδομών από και για την «ελίτ», ή, καλύτερα, υποδομές που η αστική τάξη μετέτρεψε βίαια σε «δικές» της. Το Ντιτρόιτ, λοιπόν, απέκτησε από νωρίς όπερα και συμφωνική ορχήστρα. Απέκτησε και «Ινστιτούτο Τεχνών» (Detroit Institute of Arts). Το οποίο διαθέτει μεγάλες και πλούσιες συλλογές από όλο τον κόσμο, με έργα ζωγράφων όπως ο Βαν Γκογκ, ο Ρενουάρ και ο Ματίς. Και που οι τοίχοι του έγιναν ο «καμβάς» για τον μεγάλο Μεξικανό ζωγράφο Ντιέγκο Ριβιέρα, ο οποίος, το 1932 - 1933, ολοκλήρωσε τη διάσημη σειρά από 27 τοιχογραφίες του με τίτλο «Βιομηχανία» στο «Ινστιτούτο Τεχνών» της πόλης. Το Ινστιτούτο έχει περίπου 500.000 επισκέπτες το χρόνο. Η «Αυτοπροσωπογραφία» του Βαν Γκογκ ήταν το πρώτο έργο διάσημου καλλιτέχνη που αποκτήθηκε από αμερικανικό μουσείο. Ακολούθησαν δύο έργα του Μονέ.



Το εγκαταλειμμένο εργοστάσιο της «Πακάρ»

Το εγκαταλειμμένο εργοστάσιο της «Πακάρ»
Η αποβιομηχάνιση της πόλης, λόγω του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης, που έχει μοναδικό κριτήριο το κέρδος του καπιταλιστή, την έφερε στις πρώτες θέσεις της φτώχειας, της ανεργίας και της διάλυσης των κοινωνικών υποδομών σε όλες τις ΗΠΑ. Η καπιταλιστική κρίση έδωσε τη «χαριστική βολή». Αλλά πολλά χρόνια πριν από αυτήν, ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα της πόλης, κατοικίες, γραφεία εταιρειών και επαγγελματικοί χώροι, είχαν απομείνει κουφάρια.


«Δεν υπάρχουν ιερές αγελάδες»...

Τον περασμένο Μάρτη, οι αρχές της πόλης την έθεσαν σε «έκτακτη ανάγκη» λόγω του ελλείμματος του προϋπολογισμού της, ύψους 327 εκατ. δολαρίων, το οποίο δεν της επέτρεπε να αντιμετωπίσει ένα μακροπρόθεσμο χρέος που έφτασε τα 14 δισ. δολάρια. Η πολιτεία του Μίτσιγκαν διόρισε έναν οικονομικό «διαχειριστή», ονόματι Κέβιν Ορ, ο οποίος... άρχισε να διακρίνει και άλλες «χρησιμότητες», εκτός των πολιτισμικών, σε φορείς όπως το «Ινστιτούτο Τεχνών»...

Οταν το σύστημα εξαθλιώνει ανθρώπους δεν θα συγκινηθεί από ένα έργο του Βαν Γκογκ. Ετσι, η «ιδέα» να αρχίσει να ξεπουλάει η πόλη τους πολιτιστικούς θησαυρούς της έχει αρχίσει να «ζυμώνεται» εδώ και μήνες. Αλλωστε, δεν είναι το μοναδικό μουσείο στις ΗΠΑ που «καλείται» να βγάλει στο σφυρί, με διάφορους τρόπους... την «πραμάτεια» του. Μην ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν καν ομοσπονδιακό υπουργείο Πολιτισμού και κάθε πολιτιστική υποδομή, οποιασδήποτε μορφής, λειτουργεί αμιγώς με αγοραία κριτήρια. Το 2004, για παράδειγμα, το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστόνης δάνεισε 21 έργα ζωγραφικής του Μονέ σε μια ιδιωτική γκαλερί ενός καζίνο του Λας Βέγκας έναντι ενός εκατομμυρίου δολαρίων. Ο διευθυντής του μουσείου δέχθηκε επίθεση από τον κόσμο της τέχνης γι' αυτήν την πράξη, αλλά υπερασπίστηκε τον εαυτό του λέγοντας ότι η έκθεση στο καζίνο ήταν ένα τρόπος... «να διευρύνει το κοινό του μουσείου»!


Το Ινστιτούτο Τεχνών
Προς το παρόν, οι άνθρωποι του μουσείου του Ντιτρόιτ ανθίστανται, αν και δέχονται ισχυρές πιέσεις και μέσω αρθρογραφίας, όπως αυτή που υποστηρίζει ότι αφού το μουσείο εκθέτει μόνο το 10% των 60.000 «κομματιών» του, τότε μπορεί να τα βγάλει από την αποθήκη, να τα πουλήσει και να αυξήσει τα έσοδα της πόλης. «Εάν το έργο τέχνης δεν προβάλλεται, δεν έχει αξία για κανέναν», κατέληγε ο αρθρογράφος, χωρίς όμως να αφήσει καμία αμφιβολία ότι για το τελευταίο πράγμα για το οποίο ενδιαφέρεται είναι η κοινωνική λειτουργία της τέχνης...



Σε θέση άμυνας, οι άνθρωποι του Ινστιτούτου προσπαθούν να σώσουν ό,τι μπορούν λέγοντας ότι δεν μπορεί να γίνεται διάκριση μεταξύ των έργων που εκτίθενται και εκείνων που φυλάσσονται στις αποθήκες. Προσπαθούν να «πλαγιοκοπήσουν» και με την αγοραία λογική λέγοντας ότι, στο κάτω κάτω, τα έργα που είναι στις αποθήκες δεν είναι και τα καλύτερα. Επιπλέον, το 75% από τα αποθηκευμένα είναι δημιουργίες σε χαρτί (χαρακτικά και σχέδια) που είναι ευαίσθητα στο φως και μπορεί να υποστούν βλάβες. Ελάχιστα από αυτά μπορούν να αποφέρουν εξαψήφια ή επταψήφια νούμερα - όπως ένα σχέδιο του Μικελάντζελο, ή ένα δείγμα οθωμανικής υφαντικής τέχνης του 16ου αιώνα, αλλά και πάλι δεν αρκούν για να «σώσουν» την πόλη από το χρέος.

Οι εναπομείναντες κάτοικοι του Ντιτρόιτ έχουν ακόμη το κουράγιο να αντιδρούν σε τέτοιου είδους σχέδια. Ενας από αυτούς δήλωσε στο «Aσοσιέιτεντ Πρες» ότι «η τέχνη εδώ είναι εξίσου σημαντική με οποιαδήποτε από τις δομές που συνδέονται με τη βιομηχανία αυτοκινήτων. Το Ινστιτούτο Τεχνών είναι το πνεύμα του Ντιτρόιτ».



Η είσοδος του Ινστιτούτου Τεχνών

Η είσοδος του Ινστιτούτου Τεχνών
Οι διαχειριστές δεν έχουν τέτοιου είδους ευαισθησίες: Αν δεν αρκεί το Ινστιτούτο Τεχνών, η πόλη διαθέτει και άλλα μουσεία και μνημεία, όπως το Ιστορικό Μουσείο, το Μουσείο Αφροαμερικανικής Κουλτούρας, το ιστορικό Φρούριο Γουέιν του 1840, το πάρκο Μπελ Αϊσλ εκατοντάδων εκταρίων... ακόμη και ζωολογικό κήπο!



Ο «πολύς» κύριος Ορ απαντά, σε γράμμα του στους εργαζόμενους του Ινστιτούτου, ότι «δεν υπάρχουν "ιερές αγελάδες", ακόμη και πτώχευση σημαίνει να κόψεις την ψυχή της πόλης για να τη σώσεις»...
«Υπάρχει και το νερό βρε παιδιά...»!

Ο τρόπος «σκέψης» του καπιταλισμού αναδεικνύεται «ανάγλυφα» και σε δηλώσεις όπως του Μπεν Φέντερ, που είναι δικηγόρος εξειδικευμένος στις πτωχεύσεις. Αυτός λοιπόν εμφανίζεται «διαλλακτικότερος» του Ορ, αλλά με τον ίδιο στόχο, λέγοντας ότι σε περίπτωση που η πόλη κηρύξει πτώχευση, τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής πώλησης έργων τέχνης, «είναι πιθανώς στο τραπέζι». Αλλά «θα ήταν η επιλογή της πόλης να ακολουθήσετε αυτό το δρόμο. Χωρίς τη συναίνεση της πόλης του Ντιτρόιτ, ίσως τίποτα δεν θα μπορούσε να πωληθεί».

Τίποτα; Υπερβολές! Ο κ. Φέντερ προσθέτει ότι η πώληση ή ιδιωτικοποίηση άλλων περιουσιακών στοιχείων του Ντιτρόιτ, όπως οι υπηρεσίες του ηλεκτρικού και του νερού, έχει «περισσότερο νόημα», διότι θα φέρει μια σταθερή ροή εσόδων. Εξάλλου, η πώληση ενός πίνακα φέρνει ένα ποσό εφάπαξ. Από το ρεύμα και το νερό κερδίζεις για πολύ περισσότερο χρόνο...


Λεπτομέρεια από τοιχογραφία του Ριβιέρα στο Ινστιτούτο Τεχνών του Ντιτρόιτ

Πάντως, δεν είναι η πρώτη φορά που ο κόσμος του πολιτισμού στο Ντιτρόιτ υπερασπίστηκε την ύπαρξή του. Τον Οκτώβρη του 2010 οι 84 μουσικοί της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ντιτρόιτ προχώρησαν σε απεργία βδομάδων αντιδρώντας στα δρακόντεια μέτρα περικοπών που απειλούσαν άμεσα τη βιωσιμότητα μίας από τις κορυφαίες ορχήστρες στις ΗΠΑ. Δημιουργώντας προηγούμενο για ακόμη μεγαλύτερη επίθεση στις τέχνες και στον πολιτισμό σε όλη τη χώρα, στο όνομα της κρίσης... όπως κι έγινε.



Οι μουσικοί έχουν αρνηθεί να υπογράψουν τα νέα συμβόλαια που περιλαμβάνουν περικοπές στις αμοιβές τους κατά 33% καθώς επίσης και περικοπές στις ασφαλιστικές εισφορές, στην υγειονομική τους περίθαλψη και δραστικές αλλαγές στις συνθήκες εργασίας, όπως το να επιβάλλεται στους μουσικούς να κάνουν και όλες τις εργασίες που είναι εκτός των καθηκόντων τους ως μουσικοί και για τις παραστάσεις. Ειδικά για τους νέους μουσικούς οι περικοπές έφταναν το 42%. Οι μουσικοί της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ντιτρόιτ δεν ήταν μόνοι τους. Στο πλευρό τους στάθηκαν και οι μουσικοί της Συμφωνικής Ορχήστρας του Κλίβελαντ που ταξίδεψαν και έδωσαν κοινή δωρεάν παράσταση με τη Συμφωνική του Ντιτρόιτ, αλλά είχαν και την απόλυτη στήριξη και αλληλεγγύη των μουσικών της Συμφωνικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης, που επίσης αντιμετώπιζαν το απειλητικό φάσμα των περικοπών καθώς τα προβλεπόμενα κονδύλια για το οικονομικό έτος του 2011 από το Τμήμα Πολιτισμού του Δήμου της Νέας Υόρκης είχαν περικοπεί κατά 20 εκατομμύρια δολάρια.

Για την ιστορία να πούμε ότι «κρύος ιδρώτας» έχει πιάσει και τους υπεύθυνους του ζωολογικού κήπου της πόλης. Ο διευθυντής του λέει χαρακτηριστικά ότι... «σε αντίθεση με το Ινστιτούτο Τεχνών, τα ζώα πραγματικά δεν έχουν εμπορική αξία, άρα δεν νομίζω ότι βλέπουμε μια επικείμενη απειλή»! Αλλωστε, όταν μιλάμε για προσπάθεια μείωσης ενός χρέους 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων... δεν υπάρχει και μεγάλη αγορά για καμηλοπαρδάλεις.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου